Σε μια άκρως αποκαλυπτική συνέντευξη προχώρησε ο Τζενάρο Γκατούζο.

Ο Ιταλός προπονητής της Χάιντουκ Σπλιτ, άλλοτε και του ΟΦΗ, μίλησε σε Μέσο της χώρας του για την προσωπική του ζωή. Μεταξύ άλλων στάθηκε στην κατάσταση την οποία βρίσκεται η υγεία του τα τελευταία χρόνια, όπως και για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006.

Πιο συγκεκριμένα ο Γκατούζο είπε αρχικά στο «VivoAzzurro», για το αυτοάνοσο με το οποίο παλεύει τα τελευταία 15 χρόνια. «Έχω μυασθένεια (Gravis) εδώ και 15 χρόνια. Χιλιάδες άνθρωποι μου γράφουν ζητώντας συμβουλές, ρωτώντας με πώς μπορούν να έχουν τόση ενέργεια με αυτή την ασθένεια», ανέφερε αρχικά.

Στη συνέχεια πρόσθεσε το πώς αντιμετωπίζει το γεγονός: «Το παλεύω με τη βοήθεια της κορτιζόνης. Για τέσσερα ή πέντε χρόνια, παράτησα πράγματα που αγαπούσα, όπως ένα ποτήρι κρασί. Όταν έχεις διπλωπία, όταν βλέπεις διπλό, δεν είναι εύκολο, αλλά πάντα πίστευα ότι ήμουν πιο δυνατός από την ασθένεια».

Ουσιαστικά η ασθένεια του 47χρονου προκαλεί κόπωση και αδυναμία των σκελετικών μυών. Επηρεάζει συχνότερα το πρόσωπο, τα μάτια, το λαιμό, τα χέρια και τα πόδια. 

«Μόλις έφυγα από το σπίτι, είπα αμέσως ότι δεν θα επιστρέψω»

Στη συνέχεια ο θρύλος του ιταλικού ποδοσφαίρου και της Εθνικής ομάδας, μίλησε για ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της καριέρας του. Την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2006.

«Τι σημαίνει να είσαι παγκόσμιος πρωταθλητής; Δεν ξέρω, απλά ξέρω ότι από την πλευρά μου ήταν ένα όνειρο. Ποτέ δεν πίστευα ότι ήθελα να κερδίσω ένα Παγκόσμιο Κύπελλο γιατί ήταν πάντα κάτι μεγαλύτερο από εμένα», είπε. 

«Πήγαμε να επιθεωρήσουμε το γήπεδο, είδαμε τη Γαλλία να προπονείται με κοντομάνικα στη βροχή: σωματικά ήταν πολύ καλύτερη από εμάς. Αλλά ο Μπουφόν άρχισε να φωνάζει: “Παιδιά, δεν σας φοβόμαστε: μπορείτε να είστε όσο μεγάλοι θέλετε, αλλά αύριο θα σας φάμε”. Μετά, για 20 ώρες, σκεφτόμουν πόσο μεγάλοι ήταν και πόσο δυνατός ήταν ο Ζιντάν…», αποκάλυψε έπειτα.

Τέλος ο Γκατούζο μίλησε και για το ξεκίνημά του στο ποδόσφαιρο ως παιδί: «Μόλις έφυγα από το σπίτι, είπα αμέσως ότι δεν θα επιστρέψω: Είπα στη μητέρα και στον πατέρα μου ότι αν δεν τα πήγαινα καλά στο ποδόσφαιρο, θα πήγαινα να δουλέψω στη Γερμανία. Υπέφερα, ναι, αλλά κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου όταν έβαζα τη φανέλα της εθνικής ομάδας και έπαιζε ο εθνικός ύμνος, θυμόμουν ολόκληρη την παιδική μου ηλικία».