Ο Μπράιν Κλαφ ήταν ένας από τους χαρισματικότερους προπονητές στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου και αρχιτέκτονας του θαύματος της Νότιγχαμ Φόρεστ, με την άνοδο, το πρωτάθλημα του 78′ και τις δύο σερί κατακτήσεις του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης. Ο «Κλάφι», λοιπόν, θεωρούσε ότι η μοίρα του πρώτου και μοναδικού πρωταθλήματος της Φόρεστ κρίθηκε από τη μέρα που καταρτίστηκε το αγωνιστικό πρόγραμμα της σεζόν. Δεν τον ένοιαζε η πρεμιέρα της ομάδας του με την Έβερτον, αλλά αυτή της Στόουκ με την Μάνσφιλντ στον κάκιστο αγωνιστικό χώρο του Φιλντ Μιλ. Ο λόγος άκουγε στο όνομα Πίτερ Σίλτον. Ο Βρετανός τερματοφύλακας αποτελούσε τον διακαή πόθο του Κλαφ. Στην τρίτη του χρονιά στη Στόουκ, που είχε υποβιβαστεί, είχε αποφασίσει να αποσυρθεί από την Εθνική επειδή ήταν δεύτερη επιλογή, πίσω από τον Ρέι Κλέμενς της Λίβερπουλ. Ο Κλαφ μόλις είδε το πρόγραμμα ήξερε ότι όταν κληθεί να παίξει στο βούρκο της Μάνσφιλντ, θα είναι πιο εύκολο να τον πείσει να αφήσει τη Στόουκ για μια ομάδα πρώτης κατηγορίας, όπως και έγινε. Ο Κλαφ πίστευε ότι ο τερματοφύλακας αλλάζει τη δυναμική μιας ομάδας και ο Σίλτον ήταν ο στυλοβάτης στην πορεία προς τον τίτλο και άφησε τη σφραγίδα του στη χρυσή εποχή των Tricky Trees.

Η αξία του τερματοφύλακα σε μια ομάδα συχνά υποτιμάται, στα λάθη του τραβά τα φώτα για τους λάθους λόγους, στα ματς που κατεβάζει ρολά του κλέβουν συνήθως τη δόξα οι σκόρερ. «Δεν βάζει γκολ. Στέκεται εκεί για να μην του βάλουν. Το γκολ είναι η γιορτή του ποδοσφαίρου: ο σκόρερ φέρνει χαρά, ο τερματοφύλακας κάνει χαλάστρα. Φοράει το νούμερο ένα στην πλάτη του. Ο πρώτος που θα πληρωθεί; Όχι, ο πρώτος που θα πληρώσει τα σπασμένα. Το φταίξιμο είναι πάντοτε δικό του, ακόμα κι όταν δεν φταίει. Όποιος παίκτης κι αν κάνει πέναλτι, θα την πληρώσει ο τερματοφύλακας: τον αφήνουν εκεί, κατάμονο απέναντι στον δήμιό του, στην απεραντοσύνη του κενού τέρματος. Κι όταν η ομάδα του είναι σε άσχημη μέρα, πάλι αυτός την πληρώνει, τον βομβαρδίζουν με απανωτά σουτ, για άλλων αμαρτίες. Οι υπόλοιποι παίκτες μπορούν να τα θαλασσώσουν μια ή και πολλές φορές, αλλά εξιλεώνονται με κάποια θεαματική προσποίηση, μια εξαιρετική πάσα, ένα εύστοχο σουτ: εκείνος ποτέ. Το πλήθος δεν συγχωρεί τον τερματοφύλακα. Άφησε τη θέση του σε λάθος στιγμή; Έκανε κακή εκτίμηση; Γλίστρησε η μπάλα μέσα από τα χέρια του; Τα ατσαλένια του δάχτυλα έγιναν πούπουλα; Με ένα και μόνο λάθος του ο τερματοφύλακας καταστρέφει το παιχνίδι, χάνει το πρωτάθλημα, και τότε το κοινό ξεχνά μονομιάς όλα του τα κατορθώματα, και τον καταδικάζει σε αιώνια δυσμένεια. Η κατάρα θα τον κυνηγάει μέχρι το τέλος της ζωής του», έγραφε χαρακτηριστικά ο σπουδαίος Ουρουγουανός Εδουάρδο Γκαλεάνο.

Ξεφύγαμε όμως. Γιατί υπάρχουν κι εκείνοι οι τερματοφύλακες που τους αναγνωρίζεται η κλάση. Για τον Κωνσταντή Τζολάκη μια φάση στον αγώνα με τον Παναθηναϊκό, στο φινάλε της σεζόν, ήταν αρκετή για να συμβολίσει παντοδύναμα την ικανότητά του. Στο 32′ με χαμηλό βολέ βρίσκει τον Γιάρεμτσουκ στο ημικύκλιο της περιοχής, πιάνοντας τη μετάβαση των γηπεδούχων στον ύπνο. Ο Ολυμπιακός βγαίνει με τρεις παίκτες απέναντι σε δύο. Ο αιφνιδιασμός δεν βγαίνει, η προσπάθεια καταλήγει σε ένα σουτ του Γκαρθία που αποκρούσει στη γωνία του ο Ντραγκόφσκι και ο Παναθηναϊκός ξεκινά με τη σειρά του μια γρήγορη επίθεση. Η μπάλα καταλήγει σε ένα πολύ δύσκολο σουτ του Ουναΐ, το οποίο ο Τζολάκης σταματά με μια τρομερή επέμβαση. Χωρίς δηλαδή να μεσολαβήσει διακοπή, ο Έλληνας κίπερ δείχνει σε λίγα λεπτά την ικανότητά του να χτίσει μια επικίνδυνη επίθεση και την ετοιμότητά του κάτω από τα δοκάρια. Ένα ακόμα clean sheet, το 22ο φετινό του, ήταν γεγονός.

Προφανώς δεν χρειαζόταν αυτή η στιγμή για την πιστοποίηση της ολιστικής εξέλιξης του Τζολάκη τα τελευταία χρόνια. Μιλάμε άλλωστε για τον τερματοφύλακα που είχε τεράστια συμβολή στην κατάκτηση του Conference League από τον Ολυμπιακό. Είναι συχνό φαινόμενο όμως, ειδικότερα στη θέση του γκολκίπερ που δεν μοιάζει με καμία άλλη στο ποδόσφαιρο, να υπάρχουν περίοδοι φόρμας και περίοδοι ντεφορμαρίσματος, το οποίο, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας της θέσης, κοστίζει και φαίνεται. Η διαχείριση των περιόδων αυτών είναι σαφώς πιο δύσκολη, κυρίως αν συνδεθούν με ντέρμπι ή με ματς που κρίνουν προκρίσεις και τίτλους. Ο Τζολάκης, πέραν της ατομικής του εξέλιξης δείχνει αξιοσημείωτη σταθερότητα και εξαιρετική συγκέντρωση, εκπληκτική πνευματική ωριμότητα και ετοιμότητα. Και μην ξεχνάμε ότι είναι 22 ετών. Έμαθε στα δύσκολα από νωρίς, σήκωσε το βάρος από μικρή ηλικία, «ψήθηκε» στα δύσκολα και κάθε φορά έδειχνε ότι το ταβάνι είναι απλώς μια λέξη.

Ο τερματοφύλακας έχει ρόλο στη συνολική αμυντική λειτουργία, η δική του παρουσία επηρεάζει τους αμυντικούς, τη συνολική εμπιστοσύνη της ομάδας. Και σ’ αυτό το κομμάτι η συνεισφορά του είναι τεράστια. Αποτελεί κομμάτι του ελληνικού κορμού του Ολυμπιακού, μαζί με τον Ρέτσο, τον Πασχαλάκη που παρότι έμεινε στον πάγκο δείχνει τον χαρακτήρα του, τον Μασούρα μέχρι τον Ιανουάριο, τους νεότερους που εντάχθηκαν φέτος (ο Μουζακίτης με τον Κωστούλα πολύ περισσότερο). Κι όλοι μαζί έχουν τεράστια συμβολή στα αποδυτήρια και στην έκφραση της αγωνιστικής νοοτροπίας που εμφύσησε ο Μεντιλίμπαρ στους «ερυθρόλευκους». Τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Αν σκεφτεί κανείς την ηλικία του, την εργατικότητα, τον χαρακτήρα, την ανταπόκρισή του στις σύγχρονες απαιτήσεις της θέσεις και τη συνεχή του βελτίωση, πολύ φυσικά φτάνει στο συμπέρασμα ότι στο μέλλον πιθανόν να δούμε πράγματα που δεν έχουμε δει ποτέ από Έλληνα τερματοφύλακα. Ας μην βιαζόμαστε, όμως, το τώρα είναι αυτό που μετράει και δεδομένα του ανήκει. Ακόμα κι αυτήν την «κατάρα» που έλεγε ο Γκαλεάνο, καταφέρνει να την ξορκίσει…