«Είδα την Τσέλσι με τη Γουέστ Χαμ και τρόμαξα», είπα σε ποδοσφαιροκουβέντα με φίλο για το παιχνίδι του Σαββάτου των «Μπλε» με τη Γουέστ Χαμ, σ΄ένα λονδρέζικο ντέρμπι που ήταν ντέρμπι μόνο κατ’ ευφημισμό. «Κι εγώ είδα λίγο, πολύ καλή, αλλά δεν ήξερα σχεδόν κανέναν παίκτη», απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Είναι αλήθεια. Η Τσέλσι έχει μέσο όρο ηλικίας τα 23.2 έτη και αν δεν παρακολουθείς εις βάθος το παιχνίδι, έχεις σίγουρα αρκετές άγνωστες λέξεις. Ενδεχομένως να έχεις δει τον Ντέλαπ αν παρακολουθούσες Premier League κι είχες πέσει πάνω στην Ίπσουιτς, αλλά δύσκολα θα έχεις δει τον Εστεβάο (αν και τον είχαμε κάνει video στο instagram του ole από τις 8 Απριλίου!) που όργωσε το γήπεδο. Ίσως πήρε το μάτι σου για τον Ζοάο Πέδρο που πήγε στους «Μπλε» το καλοκαίρι και πρόλαβε να κάνει τη διαφορά στο Παγκόσμιο Συλλόγων, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι είχες δει πέρυσι Μπράιτον για να ξέρεις περί τίνος πρόκειται.
Δεν είναι, φυσικά, μόνο η Τσέλσι. Όλο και περισσότερες ομάδες από το υψηλότερο επίπεδο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στρέφουν την προσοχή τους στα ταλέντα και την εξέλιξή τους. Όταν δεν προέρχονται από τα σπλάχνα τους, δαπανούν ό,τι ποσό χρειαστεί για να τους εντάξουν στο δυναμικό τους, ακόμα κι αν δεν έχουν δοκιμαστεί σε περιβάλλον Premier League, ακόμα κι αν χρειαστεί για ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρονικό διάστημα να τους πλάσουν μέσα στον οργανισμό, τις απαιτήσεις και τα «θέλω» τους . Το σκάουτινγκ και η ανάλυση έχουν γίνει πλέον επιστήμη, οι ομάδες απασχολούν ολόκληρες ομάδες που αποτελούν ξεχωριστά departments και δουλεύουν με στόχο την εύρεση παικτών που θα τικάρουν όλα τα κουτιά για την ομάδα τους. Η προαναφερθείσα Λίβερπουλ, τίναξε την μπάνκα στον αέρα για έναν 23χρονο και έναν 22χρονο που έχουν δείξει μεν την αξία τους σε top-5 league, αλλά παίζουν πρώτη φορά Αγγλία.
Ο Ρίο Νγκουμόχα, λίγες μέρες πριν κλείσει τα 17 του, ήρθε από τον πάγκο, στο ντεμπούτο του και χάρισε τη νίκη στην ομάδα του, σε μια ιστορία απ’ αυτές που μόνο το ποδόσφαιρο ξέρει να γράφει. Η Λίβερπουλ τον πήρε από την Τσέλσι, στην ακαδημία της οποίας ήταν από τα οκτώ του χρόνια και ο Σλοτ ήταν αυτός που τον έβαλε να προπονείται με την πρώτη ομάδα. Πριν πάει στη Λίβερπουλ, αφού δεν κατάφερε να τα βρει με τους «Μπλε», είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα Κ-16 και είχε ανακηρυχθεί κορυφαίος παίκτης της διοργάνωσης. Η «κλοπή» του από τους Ρεντς, μάλιστα, προκάλεσε κρίση στις σχέσεις των δύο ομάδων, με τους Λονδρέζους να κόβουν τις διαπιστεύσεις στους σκάουτς των αντίπαλων ομάδων, οι οποίες απάντησαν δια της νομικής οδού!
Ο πιτσιρικάς, για τον οποίο κάποτε ο Τζον Τέρι είχε πει ότι «Αυτό το παιδί θα γίνει παίκτης κορυφαίου επιπέδου», δείχνει με τον καλύτερο τρόπο ότι το παιχνίδι πλέον δεν παίζεται μόνο στο ποιος θα πάρει τον αντίστοιχο «Ντέλαπ» ή «Μπουμό», δηλαδή ποδοσφαιριστές που έχουν δείξει με μικρότερου βεληνεκούς ομάδες την αξιοπιστία τους σε επίπεδο Premier League. Οι αγορές έχουν ανοίξει, οι σκάουτς οργώνουν τη λατινική αμερική, τα λεφτά δίνονται αβέρτα και πλέον υπάρχει έντονο παιχνίδι και σε επίπεδο ταλέντων, ήδη από τα χρόνια των ακαδημιών, παρόλους τους περιορισμούς.
Η ένταση κι η ταχύτητα αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά των ομάδων που πρωταγωνιστούν στον καιρό μας. Αυτά με τη σειρά τους συνεισφέρουν στα τακτικά στοιχεία που κυριαρχούν, εκείνα που οδήγησαν την Παρί Σεν Ζερμέν στην κορυφή της Ευρώπης και στη συντριβή της Ίντερ στον τελικό. Σε συνδυασμό με τα «μη μετρήσιμα» χαρακτηριστικά που ανακαλύπτουν οι σκάουτς, δηλαδή την εργατικότητα, την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα, συνθέτουν τις πιο ποθητές μεταγραφές του σήμερα και του αύριο. Οι μέσοι όροι ηλικίας πέφτουν, η ταχύτητα και η ένταση αυξάνονται και λίγοι είναι εκείνοι που αντιμετωπίζουν με την τακτική και τα «παραδοσιακά» ποδοσφαιρικά στοιχεία την αλλαγή. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω…