Η Εστουδιάντες αποτελεί ένα πολύ ξεχωριστό κομμάτι στην ιστορία και τον μύθο του ποδοσφαίρου της Αργεντινής. Ήταν η πρώτη ομάδα εκτός του Big-5 που κατέκτησε το πρωτάθλημα της χώρας, ωστόσο ο θρύλος της βασίζεται περισσότερο στις επιτυχίες που κατάφερε τα χρόνια εκείνα στο διεθνές στερέωμα: Κατέκτησε τρία σερί Copa Libertadores, το 1968, το 1979 και το 1980. Είναι σαν μια ευρωπαϊκή ομάδα να κατακτά τρία σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών Ευρώπης ή Champions League.
Στις τάξεις της την τριετία εκείνη, βρισκόταν ένας ποδοσφαιριστής που αργότερα θα ερχόταν στην Ελλάδα για να φορέσει τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Ο μεγάλος Χουάν Ραμόν Βερόν, πατέρας του Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν, ο οποίος έκανε τη δική του μεγάλη καριέρα στα γήπεδα του κόσμου.
Ο Βερόν δεν ήταν απλώς ένα γρανάζι στη διαβόητη Εστουδιάντες του τέλους της δεκαετίας του 60′. Ήταν το «κόσμημά» της, ο αρτίστας σε μια πολεμική μηχανή, για την οποία οι ιστορίες είναι πάρα πολλές. Υπό τις οδηγίες του Οσβάλντο Σουμπελδία, η Εστουδιάντες παρουσίασε πολλούς νεωτερισμούς, αλλά και μια πρωτόγνωρη σκληράδα στο χορτάρι, η οποία έδωσε στο στιλ παιχνιδιού του το χαρακτηρισμό «αντι-ποδόσφαιρο».
Από τη μία υπήρχε το ωμό παιχνίδι, το οποίο στη συνέχεια ενέπνευσε ως έναν βαθμό τον Κάρλος Μπιλάρδο, τον οποίο ο Σουμπελδία είχε παίκτη, από την άλλη η ζήλια των «μεγάλων» για τις μεγάλες επιτυχίες της Leόn στο διεθνές στερέωμα.
Ο Σουμπελδία ήταν προπονητής στην Ατλάντα, με την οποία είχε εντυπωσιάσει, ωστόσο το πέρασμά του από την Εθνική Αργεντινής δεν πήγε καλά. Είχε ήδη τη φήμη ενός προπονητή που «έσταζε» τους παίκτες του στην προπόνηση, δούλευε πολύ τις στατικές φάσεις, το τεχνητό οφσάιντ, ενώ είχε εισάγει και τις διπλές προπονήσεις σε μία μέρα. Ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε λεπτομέρειες στο παιχνίδι, πολύ πριν το κάνουν οι σύγχρονοι τεχνικοί. Στην πρώτη του χρονιά κράτησε μόνο τέσσερις από τους «παλιούς» και γέμισε την Εστουδιάντες με φρέσκο αίμα.
Με τον Βερόν ηγέτη, ξεκίνησε την αναμόρφωση, δημιουργώντας ένα σύνολο πιστό στις μεθόδους του. Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας που προσπαθούσε να εμφυσήσει, ήταν ότι έπαιρνε τους παίκτες και τους πήγαινε να δουν τους
εργάτες στο σιδηρόδρομο. «Πιστεύετε ότι εσείς είστε εργάτες; Δεν είστε. Αυτοί είναι! Μην το ξεχάσετε ποτέ αυτό!», έλεγε.
Όσον αφορά το αντιποδόσφαιρο; Οι ιστορίες λένε πως ο Σουμπελδία είχε προσλάβει πρώην διαιτητές προκειμένου να δασκαλέψουν τους παίκτες του για τα κενά στους κανονισμούς προκειμένου να τα εκμεταλλεύονται. Υπήρχε μια φήμη ότι ο Μπιλάρδο και κάποιοι άλλοι κουβαλούσαν καρφίτσες στο γήπεδο για να τσιμπάνε τους αντιπάλους στα μαρκαρίσματα.
Χρησιμοποιούσαν προσωπικές προσβολές για να τους κάνουν να χάσουν το μυαλό τους! Και, φυσικά, ξύλο. Πολύ ξύλο. Τα δύο ματς του Διηπειρωτικού, με Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Μίλαν, έμειναν στην ιστορία για τη βιαιοπραγία και μετά το ματς με τη δεύτερη, συνελήφθη όλη η ομάδα!
Ο Βερόν λοιπόν ήταν ο αρτίστας μέσα στη συμμορία των πολεμιστών. Η φράση του τίτλου δεν είναι τυχαία, την είχε πει ο ίδιος ο Σουμπελδία: «Για εμάς είναι ό,τι ο Πελέ για τη Σάντος». Oι Άγγλοι τον έμαθαν καλά στο Διηπειρωτικό, όταν σκόραρε στο Old Trafford, για τη Λατινική Αμερική ήταν ο πολυπρωταθλητής μαέστρος της Εστουδιάντες. Έπαιζε στην επίθεση, αλλά και στη μεσαία γραμμή, καθώς και στα άκρα. Πήρε το προσωνύμιο La Bruja. Η μάγισσα.
Ο Ρομπέρτο Φονταναρόσα, από τους γνωστότερους κομίστες και συγγραφείς στην Αργεντινή τον περιέγραψε ως εξής: «Το απρόβλεπτο, το ενστικτώδες, το αναπάντεχο στην Εστουδιάντες εκφραζόταν κυρίως μέσα από τη “Μάγισσα” Βερόν. Εκεί, σ’ εκείνη την αριστερή πλευρά —που κάποιες φορές γινόταν δεξιά— έμοιαζε να τελειώνει η τακτική και να αρχίζει η φαντασία ή η τύχη. Ίσως λιγότερο τακτικά πειθαρχημένος από τους υπόλοιπους, πιθανόν όχι τόσο κομμάτι της στρατηγικής, με μια εικόνα λιγότερο έντονη σε σύγκριση με συμπαίκτες όπως ο Μπιλάρδο (πάντα να φωνάζει, να δίνει οδηγίες, να χειρονομεί), ο Βερόν ξυπνούσε ξαφνικά για να καθορίσει ένα φαινομενικά αδύνατο ματς.
Με ένα ηλεκτρισμένο ξεκίνημα και μια παράξενη, ζιγκ-ζαγκ ντρίμπλα, μπορούσε —όπως οι ήρωες των κινουμένων σχεδίων— να απλώσει το χέρι και να τραβήξει εκτός κάδρου μια θεαματική και καθοριστική φάση. Όχι για να πετύχει το τέταρτο γκολ μιας εύκολης νίκης ή για να κάνει φιγούρα απέναντι σε αμυντικούς που έχουν χάσει τη θέληση, την πίστη και τη λαχτάρα για ζωή, αλλά για να σκοράρει το νικητήριο γκολ ή να ισοφαρίσει σ’ έναν αγώνα που φαινόταν χαμένος».
Aυτός ο ποδοσφαιριστής, λοιπόν, ο οποίος έγινε είδωλο για τον Ντιέγο Μαραντόνα, ήρθε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού το 1972. Φόρεσε τη φανέλα με το τριφύλλι για περίπου δυόμιση χρόνια, είχε κάποιους τραυματισμούς, αλλά πρόλαβε να σκορπίσει λίγη από τη μαγεία του. Τελευταία φορά που μίλησα μαζί του, ήταν με αφορμή τη μεταγραφή του Φιγκερόα στον Παναθηναϊκό. Ευγενέστατος, θυμόταν ακόμα κάποια ελληνικά. «Θυμάμαι τον Αντωνιάδη! Τι κάνει αυτές τις μέρες;
Τον Δομάζο, τον Ελευθεράκη, τους θυμάμαι και τους αγαπώ όλους. Δεν ξεχνάω τον Παναθηναϊκό παρότι περνούν τα χρόνια!», έλεγε, δείχνοντας ότι η Ελλάδα και ο Παναθηναϊκός έχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του.
Ίσως για τις νεότερες γενιές το όνομά του να μην λέει πολλά. Είναι ξεκάθαρα όμως ένας από τους πιο σημαντικούς ξένους παίκτες που έχει έρθει στα ελληνικά γήπεδα, ένα τεράστιο όνομα για την Αργεντινή και το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, που έζησε την επανάσταση της Εστουδιάντες και την δική της αλλαγή στο παιχνίδι. Οσοι τον έχουν δει, πάντως, έχουν να λένε ακόμα ότι «Ο Χουάν ο Βερόν ήταν πράγμα φοβερόν».