Το ημερολόγιο έδειχνε 2 Οκτώβρη του 2023 όταν ο Βασίλης Σπανούλης, ως προπονητής του Περιστερίου τότε λάμβανε το χρίσμα για την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Εθνικής Ομάδας. Στα παιχνίδια της μοίρας, η μία πλευρά του νήματος έμελε να συναντήσει την άλλη στη Λιλ. Τελευταία εμφάνιση με το εθνόσημο στο στήθος και πρώτη ως «τιμονιέρης» της, εννιά χρόνια μετά.
Άλλωστε το πεπρωμένο του Βασίλη Σπανούλη ήταν «γαλανόλευκο». Αργά η γρήγορα αυτή η στιγμή θα ερχόταν. Ανεξαρτήτως χρώματος γυαλιών που επιλέγει να φορά κανένας, ο Kill-Bill ήταν και παραμένει «θρύλος» του ελληνικού μπάσκετ.
Από τις φυσιογνωμίες εκείνες που έχουν παρακινήσει γενιές, έχουν καθορίσει στιγμές και έχουν χαράξει ανεξίτηλα μνήμες. Η ιστορία έμοιαζε προδιαγεγραμμένη.
Στο πίσω μέρος του μυαλού και ενώ η μεγάλη πρόκληση των Ολυμπιακών Αγώνων βρισκόταν στα προσεχώς, ένας δισταγμός αχνοφαινόταν. Όσο κι αν η διαδρομή του με σορτσάκι και φανέλα «μιλούσε» από μόνη της, τα προπονητικά δείγματα γραφής έφερναν αυθόρμητα στους κακεντρεχείς ιδίως και μερικές αμφιβολίες.
Με τον Γιάννη στα prime του και την γενιά των 90άρηδων να γερνά χωρίς να έχει καρπωθεί τους μόχθους των προηγούμενων ετών. Ένα σύννεφο νοτισμένο με «πρέπει», γαλανόλευκης απόχρωσης, αιωρούνταν.
Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος ο Βασίλης Σπανούλης, έδειχναν να αλλάζουν αρκετά στον ψυχολογικό τομέα. Άλλωστε οι Εθνικές ομάδες δεν είναι σύλλογοι. Η πνευματική ετοιμότητα και η σύνθεση αποτελούν συχνά την.. μαγιά της επιτυχίας.
Το πρώτο σκέλος, η «Επίσημη Αγαπημένη» το είχε από το πρώτο κιόλας καλοκαίρι. Και μάλιστα διάχυτο. Σκόρπισε Κροατία και Σλοβενία στο Προολυμπιακό, πήρε πανηγυρική πρόκριση μετά από 16 χρόνια σε Ολυμπιακούς αγώνες και εκεί «τρύπησε» το ταβάνι της. Η παρουσία στην 8άδα ήταν ένας μίνι-άθλος σε όμιλο-φωτιά, με χτυπητές ελλείψεις και αδυναμίες.
Λίγους μήνες μετά, αποδείχθηκε και το δεύτερο χαρακτηριστικό της επιλογής Σπανούλη. Μερικές εβδομάδες πριν η Εθνική Ομάδα συγκεντρωθεί και αρχίσει την προετοιμασία της για ένα τουρνουά με υψηλές βλέψεις και προσδοκίες, είδε «βαριά χαρτιά» της να αποδέχονται την πρό(σ)κληση.
Η παρουσία του Γιάννη Αντετοκούνμπο αυτή τη φορά δεν έγινε σήριαλ. Έχει ζήσει τα πάντα στην υπέρλαμπρη ήδη καριέρα του εκτός από μία επιτυχία με το εθνόσημο. Μία διάκριση, ένα μετάλλιο. Και δεν θα έχανε την ευκαιρία να παλέψει για αυτήν ένα καλοκαίρι που πληρούνται αρκετές προϋποθέσεις.
Όντας υγιής και προερχόμενος από την πιο μεστή σεζόν της καριέρας του στο ΝΒΑ, δείχνει έτοιμος και πιο διψασμένος από ποτέ να ηγηθεί της «γαλανόλευκης», έχοντας μονάδες στο πλευρό του.
Πρώτο και κύριο, τον Κώστα Σλούκα. Έπειτα από τρία χρόνια αποχής, ο αρχηγός του Παναθηναϊκού είχε δώσει μία υπόσχεση στον Βασίλη Σπανούλη. Και την κράτησε ακόμα κι αν είχε μερικά παράπονα και διαφωνίες με την ΕΟΚ σε διάφορα ζητήματα.
Ο Θεσσαλονικιός γκαρντ έβαλε πάνω από τα υπόλοιπα το εθνικό συμφέρον και έθεσε εαυτόν τούτη τη φορά στη διάθεση του πρώην συμπαίκτη του για να διεκδικήσουν κάτι μεγάλο. Να ζήσουν κάτι σπουδαίο.
Πιστός στρατιώτης και ο Κώστας Παπανικολάου φυσικά. Αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω. Την απέραντη αγάπη του για την Εθνική Ομάδα την έχει αποδείξει πολλάκις ο «Παπ».
Στη θέση του νατουραλιζέ, η ταλαιπωρία του Τόμας Γουόκαπ κατά τη διάρκεια της σεζόν, έδινε ούτως ή άλλως προβάδισμα στον Τάιλερ Ντόρσεϊ. Είναι αλήθεια πως η Ομοσπονδία ψάχτηκε να «ελληνοποιήσει» δυο-τρεις όμως δεν επέμεινε περισσότερο. Πολλώ δε μάλλον μετά τους Τελικούς που έκανε ο ομογενής γκαρντ ο οποίος έρχεται φορτσάτος και έτοιμος για αποδείξεις.
Ο Τάιλερ Ντόρσεϊ δεν έβαλε κάποια… δικαιολογία μπροστά αν και θα μπρορούσε. Παραγκωνίστηκε για δύο καλοκαίρια, η σεζόν που θα ακολουθήσει στο Λιμάνι είναι ίσως η πιο κρίσιμη για τη συνέχεια της καριέρας του. Αλλά δεν έκανε «μουτράκια». Φώναξε «παρών» για να δώσει και περισσότερο βάρος εκτελεστικά στην περιφέρεια, κάτι που έλειψε πέρυσι. Αυτή η απειλή εκτός Τολιόπουλου. Και το χεράκι του σ’ αυτό έπαιξε και ο Βασίλης Σπανούλης.
«Δεν σημαίνει ότι αν κάποιος δεν είναι τη μια χρονιά, δεν θα είναι και την επόμενη», είχε πει στη Συνέντευξη Τύπου της παρουσίασής του. Και αποδεικνύεται, με την περίπτωση του Νίκου Ρογκαβόπουλου να αποτελεί το μοναδικό, μεγάλο ερωτηματικό.
«Να ξανακάνουμε την ομάδα να νιώσει τι σημαίνει να φοράς τη φανέλα της Εθνικής ομάδας», είχε πει. Να η μεγάλη ευκαιρία της εμπέδωσης λοιπόν μερικούς μήνες αφότου εκείνος και οι παίκτες του «ζέσταναν» εκ νέου τον φίλαθλο κόσμο.