Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο ένας ποδοσφαιριστής που σε μια ομάδα δεν καταφέρνει να κάνει τη διαφορά, να πηγαίνει σε μια άλλη και να «πετάει». Συνήθως το «ανάθεμα» πέφτει στον προηγούμενο προπονητή του, στη διαχείρισή του και στο γεγονός ότι «δεν τον αξιοποίησε όπως πρέπει». Υπάρχει επίσης και το αντίθετο, ένας προπονητής να εμμένει στη χρησιμοποίηση ενός ποδοσφαιριστή, η οποία στα μάτια αυτής που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «κοινή γνώμη» είναι ακατανόητη. Όλα έχουν να κάνουν με την ποδοσφαιρική κουλτούρα του εκάστοτε φίλαθλου κοινού που κρίνει, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Είδαμε πρόσφατα την Εθνική Ελλάδας να παρατάσσεται στη Σκωτία με μέσο όρο ηλικίας της 11άδας τα 22.7 έτη. Μια 11άδα με παίκτες που δεν είχαν παίξει ξανά μαζί, με παιδιά που είχαν ελάχιστο χρόνο συμμετοχής μέχρι στιγμής στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Και το πλάνο δούλεψε στην εντέλεια. Γιατί ο προπονητής είχε διαγνώσει τους δείκτες απόδοσης, ως συνδυασμό στοιχείων των ποδοσφαιριστών: Της ατομικής ικανότητας του καθενός, της προσωπικότητας, της χημείας, της προσαρμογής στο πλάνο, αλλά και του αρμονικού συνδυασμού των στοιχείων αυτών σε μια 11άδα, απέναντι σε έναν συγκεκριμένο αντίπαλο. Πιθανόν, απέναντι σε έναν άλλον αντίπαλο, με διαφορετικά τακτικά και αγωνιστικά χαρακτηριστικά, η ίδια ομάδα να μην είχε την ίδια απόδοση ή να παρατασσόταν διαφορετικά.

Τα παραπάνω μοιάζουν αυτονόητα για κάποιον που μελετά το ποδόσφαιρο συνολικά, ωστόσο δεν είναι για ένα ευρύ μέρος του ακροατηρίου. Ακούστηκαν αρκετά αρνητικά σχόλια για μέλη της ομάδας που έπαιξαν στον αγώνα του «Γ. Καραϊσκάκης» ή αγωνίστηκαν σε προηγούμενα ματς και σύμφωνα με αρκετούς δεν πρέπει να ξαναδούν την πόρτα της 11άδας. Έχουμε τη συνήθεια προφανώς να αποθεώνουμε και να αποκαθηλώνουμε εν μια νυκτί κάθε είδους επαγγελματία, πόσω μάλλον τους ποδοσφαιριστές, όμως αυτή η λογική δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο και με τον αθλητισμό γενικότερα.

Για κάθε προπονητή, καλύτερος είναι κάθε φορά εκείνος που ταιριάζει περισσότερο στο συγκεκριμένο αγωνιστικό πλάνο, το οποίο προκύπτει από μια σειρά διεργασιών, όπως η ανάλυση, η προπόνηση, τα data και η διαπροσωπική επικοινωνία. Μια αποστολή διαμορφώνεται πάντα με βάση το πλάνο και με τη δυνατότητα όλοι να μπορούν να διαδραματίσουν έναν ρόλο στο ενενηντάλεπτο, είτε υπό κανονικές συνθήκες και ανάλογα με τον ρου ενός αγώνα είτε σε έκτακτη ανάγκη, όπως για παράδειγμα αν προκύψει ένας τραυματισμός ή μια αποβολή.

Ειδικότερα στους συλλόγους, στους οποίους η αλληλεπίδραση μεταξύ προπονητικού τιμ και παικτών είναι καθημερινή και η ανάλυση πλέον έχει φτάσει σε επίπεδο όπου κάθε λεπτομέρεια μπορεί να καταγραφεί, ο προπονητής προσπαθεί να πετύχει τον συνδυασμό της μέγιστης απόδοσης σε συνδυασμό με το «ταίριασμα» των αγωνιστικών χαρακτηριστικών και των αναγκών του πλάνου. Ένας εξτρέμ, για παράδειγμα, μπορεί να μην είναι σωματικά ή τεχνικά καλύτερος από εκείνον που μένει στον πάγκο, αλλά να είναι σαφώς πιο αποτελεσματικός τακτικά και να συνεργάζεται καλύτερα με τον μπακ της πλευράς του και οι ανάγκες του αγώνα να φέρνουν σε πρώτο πλάνο αυτό το χαρακτηριστικό. Υπάρχουν πάρα πολλές παράμετροι που ένας προπονητής λαμβάνει υπόψιν του πριν φτάσει στην τελική απόφαση. Προφανώς, η απόφαση αυτή μπορεί να είναι λανθασμένη. Μπορεί να αψηφά παράγοντες που στην πράξη αποδεικνύονται κομβική. Όμως τη γνώση την έχει αυτός και η ομάδα του και συχνά η απόφαση μπορεί να μην έχει καν να κάνει με αγωνιστικά χαρακτηριστικά.

Γιατί γράφω όλα τα παραπάνω; Γιατί να γίνει σαφές ότι στο υψηλότερο επίπεδο, πίσω από την απόφαση ενός προπονητή δεν βρίσκονται θεωρίες συνωμοσίας και παρασκηνιακές διεργασίες. Βρίσκεται ή θα έπρεπε να βρίσκεται το ίδιο το ποδόσφαιρο. Η έννοια του «καλού ποδοσφαιριστή», λοιπόν, είναι πάντα σχετική και ένα διάστημα που κάποιος μένει στον πάγκο δεν αποτελεί «κηλίδα» στην καριέρα του ούτε σημαίνει πως δεν θα ξαναδεί την πόρτα της 11άδας. Καλό θα είναι να το θυμόμαστε και να προσπαθούμε να κρίνουμε σε βάθος χρόνου.