Μιας και μπαίνουμε ξανά σε εβδομάδα Εθνικής ομάδας, είναι μια καλή συγκυρία για θυμηθούμε τη συνθήκη, με την οποία αντιμετωπίζει η «γαλανόλευκη» αυτά τα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Με το δικό της προπονητικό κέντρο, με έναν προπονητή που συνεχίζει το εξελικτικό έργο του οργανισμού έχοντας τον καθολικό σεβασμό και με μια γενιά ποδοσφαιριστών εκπληκτικού ταλέντου και χαρακτήρα. Δεν θυμάμαι ποτέ να ανταγωνίζονται για μια θέση όχι στην 11άδα, αλλά στην αποστολή, τόσοι επιθετικοί, με δεδομένο του ταλέντου που υπάρχει εκεί έξω. Δεν θυμάμαι τόσες επιλογές, που δίνουν στον προπονητή να προσαρμόσει το πλάνο του ανάλογα με τον βαθμό ετοιμότητας και τον αντίπαλο.
Ο Κωστούλας με τον Τζίμα, για παράδειγμα, δεν έχουν ακόμα ενταχθεί στο rotation για την Premier League, αλλά το δίμπαλο του δεύτερου στο ματς του League Cup της Μπράιτον με την Όξφορντ ήταν ένα πολύ καλό δείγμα για του τι ακολουθεί. Έτσι κι αλλιώς, έχουμε δει τι μπορούν να προσφέρουν αμφότεροι οι Έλληνες «γλάροι», αντιλαμβανόμενοι το πού μπορούν να φτάσουν και πόσα χρόνια έχουν μπροστά τους για να χτυπήσουν την πόρτα της Εθνικής. Τα «φτερά», οι τερματοφύλακες με την συγκυρία της συνύπαρξης του Τζολάκη με τον Μανδά, σε μια ηλικία που αρκεί απλά να είναι σταθεροί για να γράψουν πρωτοφανή καριέρα, η άμυνα. Και φυσικά, το νέο κεφάλαιο που ανοίγεται στην καριέρα του Φώτη Ιωαννίδη και του Γιώργου Βαγιαννίδη στην Πορτογαλία, στη χώρα που ο Βαγγέλης Παυλίδης κάνει… παπάδες.
Ειρήσθω εν παρόδω, για να επανέλθουμε στο θέμα του τίτλου, αυτή η κορυφαία γενιά τυγχάνει να ζει παράλληλα με τη χειρότερη γενιά. Ποια είναι αυτή; Αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε κοινή γνώμη, αυτοί που παρακολουθούν, σχολιάζουν, δημιουργούν εντυπώσεις και κλίμα, τις περισσότερες φορές χωρίς να καταλαβαίνουν καν τι παρακολουθούν. Αυτοί που πίσω από την ανωνυμία των Social Media ξερνούν χολή και κόμπλεξ για τα παιδιά που κατάφεραν ό,τι εκείνοι δεν μπορούσαν.
Αυτό που συνέβαινε τους τελευταίους μήνες με τον Φώτη Ιωαννίδη, για παράδειγμα, τα χυδαία σχόλια που αφορούσαν την προσωπική του ζωή και τα αναθέματα σε έναν ποδοσφαιριστή που έχει δείξει την κλάση του πολλάκις, είναι χαρακτηριστικό. Ακόμα και από υποστηρικτές της ίδιας του της ομάδας! Ξαφνικά οι γκολάρες, τα κρυψίματα της μπάλας, η αρχηγική παρουσία ξεχάστηκαν. Σαν να μην είχαν γίνει ποτέ. Και τώρα που πωλήθηκε για 25 εκατομμύρια, λες και συμβαίνει κάθε μέρα ένας ποδοσφαιριστής να φέρνει τόσα χρήματα, λες και είναι σύνηθες ένας Έλληνας παίκτης να έχει στο παλμαρέ του γκολ και ενέργειες όπως ο Φώτης, ξαφνικά οι περισσότεροι τον αγάπησαν και εύχονται εις το επανιδείν.
Δεν θα μου προξενήσει εντύπωση να συμβεί το ίδιο με άλλους Έλληνες ποδοσφαιριστές, σε περίπτωση που περάσουν μια περίοδο ντεφορμαρίσματος ή που τα αποτελέσματα δεν είναι τα αναμενόμενα. Ακόμα κι από αυτούς που έτρεξαν στα αεροδρόμια για να τους υποδεχθούν. Ακόμα και για την Εθνική των sold out και του εκπληκτικού κλίματος. Εδώ βαφτίζονται «άχρηστοι» παίκτες που δεν έχουν κλείσει καν μήνα σε μια ομάδα, προερχόμενοι από εντελώς ξένες ποδοσφαιρικές συνθήκες. Λες και όλα είναι ένα video game σε μια παιχνιδομηχανή.
Γιατί στο τέλος της ημέρας, η «χειρότερη γενιά» αγαπά περισσότερο τη νίκη από την ομάδα της. Ακόμα κι αν αυτή απαρτίζεται από την καλύτερη γενιά.