Η 6η του Δεκέμβρη είναι μια ημερομηνία σημαδεμένη στο ελληνικό ημερολογίο. Κυκλωμένη δυο και τρεις φορές, όχι αχνή. Για πολλούς και διάφορους λόγους.
Την ίδια μέρα που ο «γκάνστερ» γιόρταζε την ονομαστική του εορτή 1μιση μήνα μετά το τελευταίο του (περιβόητο) παιχνίδι στο κλειστό του Μετς, ένας άλλος πιτσιρικάς – γόνος Αφρικανών στην Ελλάδα – είδε το πρώτο φως της μέρας. Το όνομά του Γιάννης, επίθετο (Ούγκο) Αντετοκούνμπο. Στη γλώσσα των Γιορούμπα, εθνοτική ομάδα καταγωγής του πατέρα του Τσαρλς, «το στέμμα επέστρεψε από το εξωτερικό».
Ο μικρός Γιάννης, γεννημένος στη φτώχεια από Νιγηριανούς πρόσφυγες, ήταν καταδικασμένος να μεγαλώνει κοιτάζοντάς τον με μισό ματί. Ο παρείσακτος, ο ξένος, ο ανεπιθύμητος.
Ο τρίτος αδελφός μιας πολυμελούς οικογένειας που τα έβγαζε πέρα με το ζόρι σε μια γειτονιά των Σεπολίων. Τα «μαυράκια» που δεν είχαν πάντοτε να γεμίσουν τα στομάχια τους. Βοηθούσαν τον πατέρα τους να πουλήσει ρολόγια, τσάντες και κάθε λογής πραμάτια για να ταϊσει την οικογένειά του.
«Μερικές φορές το ψυγείο μας ήταν άδειο. Κάποιες μέρες δεν πουλούσαμε τίποτα και δεν είχαμε χρήματα για να φάμε. Οι καλές μέρες έφερναν απλώς τα απαραίτητα. Την πληρωμή του ενοικίου, του νερού, του ηλεκτρικού και την αγορά φαγητού», έχει πει ο εορτάζων για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.
Πολύ μακριά από τα παιδιά που είχαν μία κλίση στο μπάσκετ και οι γονείς τους επένδυαν σε εκείνα με ατομικές προπονήσεις, τον καλύτερο εξοπλισμό και τις ιδανικές συνθήκες για να τα σπρώξουν.
Όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε γιο αθλητή, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο μεγάλωνε με το μικρόβιο του σπορ του πατέρα του. Ποδόσφαιρο. Ευτυχώς όμως για εκείνον, όλους εμάς που ζούμε στην εποχή του και το μπάσκετ το ίδιο απ’ άκρη σε άκρη, έπαιρνε διαρκώς μπόι και δεν ήθελε να τραυματιστεί όπως συνέβη με τον πατέρα του. Του άρεσε και το μπάσκετ.
Το 2007, τα «λαγωνικά» του Φιλαθλητικού, μια ομάδα της γειτονιάς του Ζωγράφου, τον είδαν και τον πίστεψαν. Από το ανοιχτό του Τρίτωνα όπου έκανε τα πρώτα του σουτάκια και πηδούσε όλο και πιο ψηλά στο ταμπλό. Και το κουβάρι σιγά σιγά άρχισε να ξετυλίγεται όσο ακόμα ήταν βέβαια άγνωστος μεταξύ αγνώστων, χωρίς ελληνικό διαβατήριο παρότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αθήνα.
Τα χρόνια περνούσαν. Βοηθώντας – όπως και τα αδέρφια του – την οικογένεια στα προς το ζην, το μπάσκετ είχε γίνει μέρος της καθημερινότητάς του. Η προοπτική τεράστια και ορατή διά γυμνού οφθαλμού. Η σωματοδομή τον βοηθούσε. Τα προσόντα απύθμενα, το ταλέντο ήταν εκεί και περίμενε να αναδειχθεί.
Νωρίς νωρίς έγινε μέλος της αντρικής ομάδας και μαζί με τον αδερφό του Θανάση, βοήθησαν τον Φιλαθλητικό να παίξει στην Α2 και να γίνει γνωστός στα πέρατα του κόσμου.
Ξεχυνόταν στο ανοιχτό γήπεδο σαν καθαρόαιμο άτι, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Οι τότε συμπαίκτες του έχουν στάξει… μέλι για εκείνον. Η προσπάθειά που έδειχνε, η προσήλωση, η ταπεινότητά καθώς και η αυτοπεποίθηση που είχε στις δυνατότητές του, γαλούχησαν τον Γιάννη και αγκάλιασαν τα φύσει χαρίσματά του.
«Θέλω να γίνω παίκτης του NBA» είχε δηλώσει με μάτια λαμπερά και αθώα όταν άρχισε να γίνεται σούσουρο με το όνομά του, όπως έχουν δείξει πιξελιασμένα βίντεο.
«Δεν θέλω να μοιάσω σε κανέναν. Θα ήθελα να ήμουν στη θέση τους, ναι. Αλλά θα ήθελα να χτίσω μία δική μου προσωπικότητα», είχε πει σε συνέντευξή του στην «Αυτοψία», την περίοδο που οι απεσταλμένοι ομάδων του NBA έκαναν… παρέλαση στις προπονήσεις και τους αγώνες του Φιλαθλητικού.
Το όνομά του ήταν γραμμένο πλέον σε κάθε μπλοκάκι. Και φυσικά σε αυτά των ιθυνόντων που «μυρίστηκαν» ένα λαμπρό μέλλον και έσπευσαν να τον κάνουν και με τη βούλα Έλληνα. Γιατί στην ουσία πάντα ήταν και έτσι ένιωθε.
«Δεν υπογράφω στην ελληνική σημαία» είχε πει το Γενάρη του 2017 όταν πλήθος Ελλήνων ομογενών στη Νέα Υόρκη τον είχαν περικυκλώσει για ένα αυτόγραφο και μια φωτογραφία.
Η Σαραγόσα κατάλαβε την αξία του «διαμαντιού» και έσπευεσε να τον… καπαρώσει αν δεν έκανε το καλοκαίρι του 2013 το υπερατλαντικό ταξίδι ενόσω οι «δικοί μας» κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου. Καλύτερα εκ του αποτελέσματος και έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα για τον Γιάννη.
Στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης βέβαια, ακούστηκε το όνομα του Γιάννη Αντετοκούνμπο στο Νο15 του Draft 2013. Πιο ψηλά από κάθε άλλη θέση που έχει καταλάβει Έλληνας. Άλλωστε ο μετέπειτα Greek Freak έχει καταφέρει να ξεφύγει από αυτό που λατρεόυν οι ανθρώπινες κοινωνίες και δη οι Έλληνες. Τη σύγκριση.
Όλο και περισσότερα μάτια άρχισαν να ξαγρυπνούν για πάρτη και για χάρη του. Η ρούκι σεζόν άφησε υποσχέσεις, οι δύο επόμενες την καθιέρωση και από εκεί και πέρα… εκτόξευση.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ανέβαινε μία μία τις πίστες. Κι όλο και πιο ψηλά αφού ταβάνι δεν έχουν οι προσδοκίες του. Δύο MVP, δαχτυλίδι (2021), διάρκεια στην ελίτ. Ένα τεράστιο μέγεθος παγκοσμίως για την «πορτοκαλί θεά» που έχει βάλει πλώρη φέτος στα κλεισμένα 30 του πλέον για το μοναδικό κατόρθωμα που του έχει ξεφύγει. Αυτό του πρώτου σκόρερ της κανονικής διάρκειας στο NBA.
«Τα μυαλά μου αέρα δεν θα πάρουν ποτέ. Γιατί είμαι σεμνό παιδί, δεν θα μιλάω, δεν θα δείχνω, δεν θα κάνω τίποτα. Απλώς θα παίζω μπασεκτάκι και όπου φτάσω.
Το όνειρό μου είναι να παίξω NBA. Αν δεν παίξω εκεί και παίξω Δ’ ΕΣΚΑ δεν με ενδιαφέρει. Ό,τι να ‘ναι.»
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο όμως είναι κάτι πολύ πιο πάνω από αριθμούς, νούμερα, ρεκόρ και στατιστικά. Είναι η ζωντανή απόδειξη της πηγαίας πίστης στις δυνατότητές μας, το παράδειγμα, το πρότυπο.
Είναι τα δάκρυα συγκίνησης μετά τη λήξη του Προολυμπιακού στο ΣΕΦ, οι σταγόνες χαράς που κύλησαν από τα μάτια του τον Ιούλη του 2021 όταν τα «ελάφια» στέφθηκαν πρωταθλητές και εκείνος έβλεπε τους κόπους του να περνούν από μπροστά σαν ταινία.
Είναι ο συγκινητικός λόγος του το 2019 κατά την παραλαβή του πρώτου βραβείου MVP, ενθυμούμενος τον πατέρα του. Όλη η Ελλάδα έκλαψε μαζί του. Η υγιής Ελλάδα. Ανατριχίλα. Από το τίποτα στην καθολική αναγνώριση, στο status ενός σούπερ σταρ με βάρκα την μετριοφροσύνη και την δουλειά. Τα όνειρα.
Είναι οι χιλιάδες, εκατομμύρια «γαλανόλευκες» και «ελαφίσιες» φανέλες πιτσιρικάδων σε όλη την Ελλάδα αλλά και τον κόσμο με το #34 στην πλάτη. Είναι η ελπίδα, η παρακίνηση.
Χρόνια πολλά Γιάννη Αντετοκούνμπο, να είσαι πάντα γερός!