Το δικό μας «τιρινίνι». Λέξη που δεν βγάζει νόημα, για τους παλιούς όμως, εκείνους που μεγάλωσαν με τον ΑΘΛΟ του Ευρωμπάσκετ του 1987, οι νότες ενός τραγουδιού θα έχουν πάντοτε το ίδιο «γαλανόλευκο» ηχρόχρωμα. Είτε το έζησες από μέσα, είτε μεγάλωσες με τους μύθους, τα επινίκια και τις ιστορίες αυτού.
Από την πρώτη κιόλας νότα του περιβόητου «Final Countdown» το μυαλό φτιάχνει εικόνες. Ζωντανές ή θολές, με την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας πλέον. Πλην όμως χαρακτηριστικές και καρφιτσωμένες.
Πόσες και πόσες γενιές έχουν μεγαλώσει με τις βολές του Καμπούρη, τις υψωμένες γροθιές του «θεού» Νίκου Γκάλη και την… μελωδία της ευτυχίας του Παναγιώτη Γιαννάκη. Η Ελλάδα έκανε το αδύνατο δυνατό, Έριξε στο καναβάτσο κοτζάμ Σοβιετική Ένωση και πανηγύρισε την ανέλιξή της στην κορυφή του «παγόβουνου». Στο πρώτο σκαλί τη Ευρώπης.
Μία επιτυχία που ήρθε σε συνέχεια από τις ένδοξες βραδιές που άρχισε να χαρίζει η μπασκετική Θεσσαλονίκη και ο Άρης. Ήταν σαφώς μεγαλύτερη, ήταν καθολική, ήταν εθνική. Ήταν όμως;
Δάκρυα χαράς γέμισαν πρωταγωνιστές και μάρτυρες. Αυτόπτες και μη. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, γλέντησε, πανηγύρισε.
«Τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά… Πραγματικά είμαστε τόσο κοντά… Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα. Αργύρης Καμπούρης… 101-102! Και μόνο τέσσερα δευτερόλεπτα. 101-103! Θέλει προσοχή, ο Βάλτερς για τον Γιοβάισα, σουτ τριών πόντων και η μπάλα έξω! Είναι το τέλος, η ελληνική ομάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης! Η ελληνική ομάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης. Είναι μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις του Παγκόσμιου Αθλητισμού. Είναι ένας θρίαμβος, είναι ένα ηρωϊκό κατόρθωμα…», με τη φωνή του Φίλιππου Συρίγου.
Και όντως ήταν τέτοια. Ήταν πελώρια η κορυφή, ήταν γλυκιά. Το μπάσκετ σφήνωσε στα σπίτια των Ελλήνων, η Εθνική ομάδα έγινε και δικαίως η «Επίσημη Αγαπημένη». Προσωνύμιο που την ακολουθεί μέχρι σήμερα.
Χιλιάδες, εκατομμύρια παιδιά παρακινήθηκαν από εκείνη την επιτυχία. Με τους παιδικούς τους ήρωες για οδηγούς, έκλειναν τα μάτια το βράδυ. Μοχθούσαν περισσότερο στην προπόνηση.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε κάθε τι μεγαλοπρεπές στον τόπο μας, ένα μεγάλο κομμάτι μένει στο τότε, δεν εξελίσσεται. Κοσμείται, εξάγεται, στέκεται υπερήφανα. Όπως ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Όπως η κατάκτηση του Euro μερικά χρόνια αργότερα. Τα μεγάλα μας επιτεύγματα. Κι άλλα πολλά.
Λαμβάνει και δικαίως εξέχουσα θέση στο μυαλό και την καρδιά όλων, κυρίως όσων τα έζησαν. Αλλά και καλύπτει το νέο, το φρέσκο. Λειτουργεί ως σκιά, κρίνοντας ως μετά Χριστόν Προφήτες αφού το Ευρωμπάσκετ του 1987, δεν αξιοποιήθηκε.
Μας κάνει ονειροπόλους, ταξιδευτές μιας εποχής που έχει περάσει προ πολλού. Ανεπιστρεπτί. Και οποιαδήποτε εμμονή με τα παλαιά και η όχι εποικοδομητική τους χρήση για να έρθουν τα νέα, λειτουργεί ως τροχοπέδη.
38 χρόνια μετά και ολοκληρώθηκαν ίσως οι πιο τοξικοί Τελικοί της κορυφαίας κατηγορίας του εγχώριου προϊόντος. Το μεγάλο, το τεράστιο επίτευγμα μιας παρέας έγινε εθνικός αγώνας, μοιράστηκε και αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία ενός αφηγήματος παραπλανητικό. Μη διαχειρίσιμο. Μεγαλύτερο από αυτό που μπορούσαμε να κουμαντάρουμε.
Σε εθνικό και αγωνιστικό επίπεδο. Αντί να γεννήσει όσα έθρεψε εκείνο το βράδυ, λοξοδρόμησε. Και η μεγαλύτερη στιγμή του ελληνικού μπάσκετ αν όχι του «γαλανόλευκου» αθλητισμού εν γένει, με χαοτική διαφορά από τη δεύτερη λόγω και μεγέθους αντιπάλου (Ενωμένη Γιουγκοσλαβία ημιτελικό, Σοβιετική Ένωση στον τελικό), έγινε… να ‘χουμε να θυμόμαστε.
Δεν χτίστηκε ούτε η παράδοση, ούτε η κουλτούρα αλλά ούτε και η κληρονομιά που εκείνη η παρέα «γιγάντων» έδωσε την ευκαιρία. Σε βάθος χρόνου, σε υποδομές, σε φιλοσοφία.