Καλό το μάρκετινγκ, καλές οι επενδύσεις, τα ονόματα-κράχτες και η άνοδος των εσόδων και της εμπορικής αξίας του προϊόντος, όμως το ποδόσφαιρο στις ΗΠΑ, παρά τη συνεχιζόμενη ανοδική του πορεία, δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ το κυρίαρχο άθλημα. Η δημοτικότητα και η εξέλιξή του οφείλεται εν πολλοίς στις κοινότητες των μεταναστών από χώρες που το κουβαλούν στην κουλτούρα τους. Το Μουντιάλ του 1994 ήταν ορόσημο, ενώ η FIFA επενδύει πολλά αυτή τη διετία προκειμένου να καθιερώσει τη Βόρεια Αμερική ως το νέο «σύνορο» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Φέτος, με το Παγκόσμιο Συλλόγων, το 2026 με το Παγκόσμιο Κύπελλο. Για τις ΗΠΑ, το Μουντιάλ είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα αθλητικό γεγονός: Είναι μια πολιτιστική και εμπορική ευκαιρία. Με στόχο όχι μόνο να γεμίσουν τα γήπεδα, αλλά να χτίσουν φιλάθλους που θα μείνουν και μετά τη λήξη του τουρνουά.
H πρακτική του sportswashing, του ξεπλύματος, δηλαδή, με όχημα τον αθλητισμό για την αποκατάσταση της φήμης ή τη στροφή της προσοχής μακριά από όσα πραγματικά συμβαίνουν, δεν είναι κάτι νέο, ακόμα κι αν η σχετική ορολογία ξεκίνησε να χρησιμοποιείται πρόσφατα. Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936 μέχρι το χορηγικό πρόγραμμα του Κατάρ δουλεύεται εντατικά, «ξεπλένοντας» καθεστώτα, μονάρχες, επιχειρηματίες, πολιτικούς και άλλες αμφιλεγόμενες προσωπικότητες. Και τα χρήματα δεν φαίνεται να απασχολούν κανέναν. Στην περίπτωση όμως του Παγκόσμιου Κυπέλλου Συλλόγων, η διάσταση που διαφαίνεται από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, δεδομένης και της πολιτικής συγκυρίας, είναι διαφορετική.
Όπως αναφέρει ο Guardian, παρά τη λαμπρότητα των ομάδων και τα μεγάλα ονόματα του ποδοσφαίρου που συμμετέχουν, η φετινή διοργάνωση συνοδεύεται από πρωτοφανή περιστατικά κρατικής αυθαιρεσίας και πολιτικών αποκλεισμού. Η απόφαση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Τελωνείων και Προστασίας Συνόρων (CBP) να δηλώσει στο X δημοσίως την παρουσία της στους αγώνες με «πλήρη εξάρτηση» -προτού διαγραφεί άρον άρον η σχετική ανάρτηση- άναψε φωτιές. Η συμμετοχή πρακτόρων της ICE, της υπηρεσίας μετανάστευσης, στην ασφάλεια των γηπέδων συνοδεύτηκε από συστάσεις σε μη Αμερικανούς θεατές να κουβαλούν «τα χαρτιά τους» στους αγώνες.
Η χρονική συγκυρία είναι ενδεικτική: Λίγες μόλις εβδομάδες μετά την επιβολή απαγόρευσης εισόδου σε πολίτες 12 χωρών, κυρίως αφρικανικών και μουσουλμανικών, ενώ το Human Rights Watch είχε ήδη καλέσει τη FIFA να επανεξετάσει τη φιλοξενία του Παγκοσμίου Κυπέλλου από τις ΗΠΑ λόγω «σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ακολούθησε η επίμαχη δήλωση του Τζέι Ντι Βανς, του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, η οποία έκρυψε πίσω από το χιούμορ την ξεκάθαρη πολιτική του θέση: «Όσοι θέλουν, ας έρθουν στο Μουντιάλ του 2026, αλλά όταν τελειώσει ο χρόνος τους, θα πρέπει να γυρίσουν πίσω ή… να μιλήσουν με την Κρίστι Νοέμ» είπε, αναφερόμενος στην Υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ.
Η απόφαση να καλλιεργηθεί φόβος για εφόδους σε ένα διεθνές ποδοσφαιρικό γεγονός εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ να παρουσιαστεί ως απόλυτα κυρίαρχη, χωρίς λογοδοσία σε κανέναν. Ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα, με φόντο τη διεθνή και την εγχώρια πολιτική σκηνή, μέσω πράξεων και δηλώσεων, φαίνεται να επιδιώκει όχι την αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας της χώρας, αλλά τη σταθεροποίηση της εξουσίας της με επίδειξη ισχύος: Απελάσεις, κρατήσεις χωρίς δίκη, ρατσιστικοί έλεγχοι σε δημόσιους χώρους. Και όλα αυτά με φόντο μια διοργάνωση που υποτίθεται ότι ενώνει τον κόσμο, τον κάνει σπουδαιότερο, όπως είπε ο Τζιάνι Ινφαντίνο παραφράζοντας την περίφημη ρήση του Τραμπ. Όταν ρωτήθηκε για την παρουσία πρακτόρων της υπηρεσίας μετανάστευσης, ξεκαθάρισε ότι δεν ανησυχεί.
Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη. Όταν σε μια χώρα φιλοξενούνται παγκόσμια αθλητικά γεγονότα, αλλά οι πολίτες 12 εκ των χωρών που συμμετέχουν δεν έχουν καν το δικαίωμα εισόδου, τότε η «γιορτή» δεν είναι για όλους. Όταν μαυροντυμένοι πράκτορες απαιτούν «χαρτιά» από ανθρώπους με βάση το χρώμα του δέρματός τους, κανείς δεν είναι πραγματικά ασφαλής. Κι αυτό είναι απλά ο προπομπός του Μουντιάλ…