Ανέκαθεν ο Νικολό Μέλι ήταν ένας από τους παίκτες που προσφέρε… ψωμί στις δηλώσεις του. Είναι η ματιά με την οποία ζει το μπάσκετ, το αντιλαμβάνεται. Αλλά και η φύση του. Στα 34 του, μπαρουτοκαπνισμένος γαρ, θα άλλαζε;

Το περασμένο καλοκαίρι αποφάσισε να αποδημήσει ξανά για ένα περιβάλλον γνώριμο. Αφότου έζησε και το American dream και μερικές αγωνιστικές περιόδους πριν τα τελευταία του ένσημα, επέστρεψε σε λημέρια γνώριμα.

Η Φενέρμπαχτσε ήταν, είναι και θα είναι το δεύτερο «σπίτι» του Μέλι. Ένας μέρος όπου αισθάνεται άνετα. Εκεί από όπου έκανε το άλμα για την αντίπερα όχθη του ωκεανού. Παίρνοντας γεύση και από τελικό, το 2018. Χαμένος βέβαια τότε κόντρα στη Ρεάλ. «Δεν υπάρχει κάτι που είναι προς σύγκριση από εκείνο το Final 4 με αυτό», απάντησε.

Και πρόσθεσε πως «ένας από τους λόγους που επέστρεψα στην Φενέρμπαχτσε, ήταν για να παίξω και πάλι σε Final 4. Είμαι χαρούμενος που αυτό συνέβη. Νιώθω πως σε μία βραδιά έγινα ένας από τους πιο έμπειρους, εγώ όμως νιώθω ακόμα 22 χρονών.»

Ο Μέλι βρήκε το σκαλοπάτι για τη Φενέρμπαχτσε στην προηγούμενή του θητεία, μέσα Μπάμπεργκ, Αντρέα Τρινκιέρι, Ηλίας Καντζούρη, Νίκου Ζήση και Ντάνιελ Τάις. Δύο «ψηλοί» που παραμένουν απόλυτα επιδραστικοί για τις ομάδες τους αν και δεν διανύουν την μπασκετική τους νιότη. Πιο ώριμοι από ποτέ. «Θα έχει πλάκα και ενδιαφέρον. Παίζω τόσα χρόνια που κάθε φορά παίζω εναντίον ενός παλιού μου συμπαίκτη. Στον Παναθηναϊκό ήταν ο Μήτογλου, ο Γκραντ, ο Γκέιμπριελ. Ίσως ξεχνάει κάποιον. Κάθε βραδιά παίζω ενάντια σε κάποιον με τον οποίο έχω συνυπάρξει. Μία ακόμα μέρα στη δουλειά, θα δούμε», είπε στους Betarades.

Σε ερώτηση για τον Βασίλη Σπανούλη και ποια εκδοχή του, τον τρομάζει περισσότερο, ο Ιταλός φόργουορντ/σέντερ απάντησε πως… «ελπίζω ότι δεν θα είναι τόσο επίπονο όσο ήταν σαν παίκτης. Τρομερό το επίτευγμά του και για τη Μονακό. Όπως και για εμάς. Όλοι ξέρουμε ότι ήταν ένας απίθανος παίκτης και πιθανότατα θα γίνει και ένας τρομερός προπονητής επίσης. Αλλά ας έχει μία κακή βραδιά αύριο.»