Δεν χρειάζεται να έχει εντρυφήσει κανείς στη φιλοσοφία ή να κοσμεί πλήθος πτυχίων τον τοίχο του σπιτιού/γραφείου του, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως μία «μάζα» στιγμών, πλάθουν εν τέλει ένα γεγονός. Συμβάλλουν στο αφήγημά του. Δεδομένο σε κάθε πτυχή της ζωής, συνεπώς και στον αθλητισμό.
Στο μπασκετικό γίγνεσθαι, κάθε που μπαίνει ο Σεπτέμβρης «μυρίζει» Ευρωμπάσκετ. Οι ανειλημμένες και αυξανόμενες αγωνιστικές υποχρεώσεις των συλλόγων «σπρώχνουν» ολοένα και νωρίτερα την περάτωση της διοργάνωσης αυτής. Γεγονός αντιληπτό, αν αναλογιστεί κανείς πως την 24η του Σεπτέμβρη 2005, στρογγυλά είκοσι χρόνια πίσω δηλαδή, η Εθνική ομάδα είχε ολοκληρώσει μία από τις μεγαλύτερες ανατροπές στα βιβλία της ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Για να επιστρέψει η παρέα του Κακιούζη, του ‘Σόφο’, του Ζήση, του Φώτση, του Ντικούδη, του νεαρού τότε Σπανούλη και των υπολοίπων παιδιών, στον «θρόνο» της γηραιάς ηπείρου έπειτα από 18 ολόκληρα χρόνια και το Ευρωμπάσκετ του 1987 στο ΣΕΦ, έπρεπε να ξεπεράσει το εμπόδιο της πολύ ισχυρής Γαλλίας του Πάρκερ, του Ντιό, του Ριγκοντό, του Πιετρούς και των υπολοίπων.
Κι όσο η άμμος στην κλεψύδρα μειωνόταν, τόσο πιο δυσθεώρητο φάνταζε στο τείχος που έπρεπε να γκρεμίσει για να κλείσει θέση στον Τελικό του Βελιγραδίου.
Το χρονόμετρο έδειχνε 63” για το φινάλε, οι ‘μπλε’ φάνταζαν ως το αδιαφιλονήτο φαβορί στην Belgrade Arena, όταν ο Πιετρούς έβαλε και τις δύο βολές για το 60-53. Που να το φανταζόταν η μπασκετική Ευρώπη τι της ερχόταν;
Γκολ-φάουλ Παπαλουκά με άστοχη βολή, ανοιχτή η «γαλανόλευκη» ρακέτα και εκ νέου στο -7 η Εθνική ομάδα, 47” για το τέλος. Τρεις εύστοχες βολές του Ζήση σε φάουλ που κέρδισε όταν προσπάθησε να εκτελέσει για τρεις, 0/2 ο Πάρκερ. Η ελπίς στην άλλη πλευρά του τούνελ όταν έγινε το λάθος μετά από πίεση, στα 30” και με το σκορ στο 62-58. Βρε λες;
Σπίναρε πάνω στο κορμί του αντιπάλου του και κάρφωσε ο Λάζαρος Παπαδόπουλος για το 62-60 στα 27”. Φάουλ ξανά στον Τόνι Πάρκερ, έβαλε και τις δύο αυτή τη φορά (64-60). Οι παίκτες όμως του Παναγιώτη Γιαννάκη δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Δίποντο ο Παπαλουκάς μετά από ποστάρισμα και ατομική ενέργεια για το 64-62, 18” για το τέλος. 1/2 ο Ριγκοντό, 2/2 ο Παπαλουκάς στα 13” για να ακουστεί η… χοντρή κυρία. Πάλι σίδερο ο Ριγκοντό στην πρώτη και 66-64 με 11” να απομένουν.
Και τότε έλαβε χώρα η πιο εμβληματική ίσως φάση. Η πιο χιλιοακουσμένη περιγραφή από το στόμα του Βασίλη Σκουντή μαζί με εκείνη του Φίλιππα Συρίγου στον τελικό του 1987 και κατά τη διάρκεια των βολών του Καμπούρη. «Ζήσης, 7”, 6”, ποιος; ποιος; Βάλ’ το αγόρι μου» ακούγεται σαν προσευχή. Και χλατς από το αριστερό του Διαμαντίδη με το κρύο αίμα. «Το’ βαλε, το ‘βαλε» από τον έτερο (τηλε)σχολιαστή Δημήτρη Χατζηγεωργίου, για να πεταχτεί όρθια η Ελλάδα.
Δύο δεκαετίες συμπληρώθηκαν από εκείνη τη στιγμή, με μία «γλύκα» να συνοδεύει το flashback εκείνο, έπειτα και από το χάλκινο στη Ρίγα. Την επιστροφή στα μετάλλια και το βάθρο των νικητών.
Το πιο iconic σουτ στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, το πιο αναγνωρίσιμο στην ιστορία της Εθνικής ομάδας. Αυτό με το οποίο «σφράγισε» μία ΕΠΙΚΗ ανατροπή επτά πόντων σε 47”, αυτό με το οποίο έμεινε με χρυσά γράμματα μία γεννιά, ντουμπλάροντας τις κορυφές.
Ένα σουτ έναυσμα και παρακίνηση προς τα νέα παιδιά να βγουν στους δρόμους και να πιάσουν την «πορτοκαλί θεά». Να μπιστήξουν τη σπυριάρα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο με την οικογένειά του, όπως έχει παραδεχθεί.
Το ΣΟΥΤ. Ένα σουτ πολλά περισσότερα από την πρόκριση σε τελικό Ευρωμπάσκετ. Ένα σουτ που σήμανε την εκκίνηση της δεύτερης «γαλανόλευκης» Επανάστασης.