Πόσες φορές αναρωτηθήκατε, «πώς βρέθηκαν τόσοι παίκτες από τη Βραζιλία στη Σαχτάρ;» Η αντίπαλος του Παναθηναϊκού στον 3ο προκριματικό γύρο του Europa League, στη ρεβάνς απέναντι στην Μπεσίκτας, πριν από μία εβδομάδα, παρατάχθηκε με επτά Βραζιλιάνους και τέσσερις Ουκρανούς στην αρχική της ενδεκάδα.
Και είχε κι άλλους δύο Βραζιλιάνους στον πάγκο. Προκάλεσε σε κανέναν εντύπωση; Μάλλον όχι.
Σαχτάρ και Βραζιλία έχουν γίνει έννοιες ταυτόσημες. Πώς ξεκίνησαν όλα, όμως;
Ο Λουίζ Γκρέκο, σκαουτέρ της, δηλαδή ο άνθρωπός της στη «χώρα του καφέ» για περίπου 10 χρόνια, αποκαλύπτει πώς χτίστηκε αυτή η παράδοση που έφερε Γουίλιαν, Ντάγκλας Κόστα, Φερνάντο, Άλεξ Τεϊξέιρα, αλλά και τους «Έλληνες» πλέον, Τάισον, Μπερνάρ και Τετέ, στην Ουκρανία.
«Ποτέ δεν συνεργάστηκα με ελληνικό κλαμπ. Αν κάποιος ήθελε μία αξιόπιστη πηγή στη Βραζιλία, όμως, θα ήταν τιμή μου. Θαυμάζω το ελληνικό ποδόσφαιρο και ειδικά, την ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι οπαδοί», αναφέρει ο ίδιος, μιλώντας για τη χώρα μας.
Ο κομβικός ρόλος του πατέρα του Ραζβάν Λουτσέσκου, Μιρτσέα, ο τρόπος επιλογής ταλέντων, πώς «σώθηκε» ο Μπερνάρ, αλλά και οι Βραζιλιάνοι της Σαχτάρ που θα βρει μπροστά του ο Παναθηναϊκός.
Όλα, σε μία συνέντευξη με τον Λουίζ Γκρέκο, τον άνθρωπο-κλειδί της Σαχτάρ στη Βραζιλία, που έβαλε το δικό του «λιθαράκι» για την παράδοση του σήμερα.
Πώς ξεκίνησαν όλα & ο ρόλος του Μιρτσέα Λουτσέσκου
«Όταν ανέλαβα, είχαν μπει κάποιες βάσεις σε αυτήν τη σχέση μεταξύ Σαχτάρ και Βραζιλίας. Η ιστορία που ξέρω, όμως, είναι πως ο τότε προπονητής της, Μιρτσέα Λουτσέσκου, λάτρευε τους παίκτες από τη Βραζιλία. Είναι κάτι που ‘κουβαλούσε’ από την περίοδο που εργαζόταν στην Ιταλία.
Έπεισε τον πρόεδρο της Σαχτάρ, ότι ο σύλλογος πρέπει να επενδύσει σε παίκτες από εκεί. Κυρίως σε μεσοεπιθετικούς και σέντερ φορ. Από το 2008, που προσλήφθηκα από τη Σαχτάρ ως σκάουτέρ της στη Βραζιλία, άρχισα να προωθώ report, εκθέσεις δηλαδή, σχετικά με τις ικανότητες των παικτών. Έδειχνα τις καλύτερες επιλογές που υπήρχαν στη χώρα, σε αυτές τις θέσεις.
Η παραμονή του Μιρτσέα Λουτσέσκου στον πάγκο της Σαχτάρ για πολλά χρόνια και η επιτυχία αυτής της ‘συνταγής’, νομίζω πως έφτιαξε αυτήν την παράδοση. Είναι η ‘κουλτούρα’ του κλαμπ, πλέον.
Αρχικά υπήρχε ένας τεχνικός διευθυντής από την Ολλανδία. Μετά ήρθε στην θέση του ο Γκονσάλβες, Πορτογάλος στην εθνικότητα, που δούλευε για χρόνια στην Πόρτο και λάτρευε τους Βραζιλιάνους. Τότε, η συνήθεια έγινε ακόμα μεγαλύτερη.
Φυσικά, βοήθησε στο να γίνει ‘κουλτούρα’, το γεγονός πως είχαν μακροπρόθεσμα οικονομικό κέρδος. Αγόραζαν παίκτες στην ηλικία των 21-22 ετών και μέσα σε πέντε-έξι χρόνια, παίζοντας στο υψηλότερο επίπεδο, έπρεπε να κάνουν το επόμενο βήμα, σε ένα από τα κορυφαία κλαμπ της Ευρώπης. Είναι μία πολύ καλά δομημένη μεταγραφική πολιτική».
Η κάλυψη μιας τεράστιας «πηγής» ταλέντων
«Ξεκίνησα τον Φεβρουάριο του 2008, για να είμαι ο σκάουτερ της Σαχτάρ στη Βραζιλία. Εκείνη τη χρονική περίοδο, υπήρχε κι ένας αντίστοιχος στην Αργεντινή. Η αρμοδιότητά μου ήταν να στέλνω reports για τους καλύτερους παίκτες στην αγορά της Βραζιλίας. Δεν ερχόμουν σε επαφή με τους παίκτες. Από τη στιγμή που έστελνα τα reports, οι ιθύνοντες του συλλόγου και ο ατζέντης του παίκτη, αναλάμβαναν τις λεπτομέρειες του deal.
Ήμουν μόνος στη Βραζιλία, αλλά φυσικά, είχα ένα αρκετά ανεπτυγμένο δίκτυο που δούλευε για την εταιρεία μου, τη Soccer Express. Χάρις την ομάδα μου, είχα εβδομαδιαία reports για τους καλύτερους παίκτες, ενώ παράλληλα, ταξίδευα σε όλη τη Βραζιλία, αλλά και τη Λατινική Αμερική γενικότερα, όταν υπήρχαν τουρνουά εθνικών ομάδων U20 και U17, όπου φυσικά έπρεπε και ήμουν εκεί.
Είναι πολύ δύσκολο, γιατί στη Βραζιλία, ειδικά σε εκείνη τη χρονική περίοδο, είχαμε πολλούς ταλαντούχους ποδοσφαιριστές, σε πολλά και μακρινά μεταξύ τους σημεία. Και φυσικά, πρέπει να παρακολουθείς πολύ προσεκτικά τους ποδοσφαιριστές. Δεν αρκεί να παρακολουθείς μόνο τα τεχνικά, τακτικά και σωματικά χαρακτηριστικά τους, αλλά να συγκεντρώσεις και πληροφορίες για την εξωγηπεδική του ζωή, το πώς λειτουργούν μέσα σε ένα γκρουπ, πώς συμπεριφέρονται ως επαγγελματίες, αν είναι αφοσιωμένοι.
Σε αυτήν την περίοδο, μπορώ να πω πως τα ταλέντα στη Βραζιλία δεν είναι τόσα, όσα στα περασμένα χρόνια. Μειώθηκαν γιατί οι διαδικασίες ανάπτυξης των ποδοσφαιριστών, επιταχύνθηκαν. Ήδη στα 16-17 είναι στις ανδρικές ομάδες, δίχως να έχουν τον χρόνο να αναπτυχθούν σε όλους τους τομείς. Πάντως, σε σύγκριση με 15 χρόνια πριν; Τότε ήταν πολύ πιο δύσκολο να εξετάζεις τα πάντα, γιατί υπήρχε περισσότερο ταλέντο».
Οι Βραζιλιάνοι της Σαχτάρ που ήρθαν στην Ελλάδα
«Ο πρώτος παίκτης που πρότεινα στη Σαχτάρ ήταν ο Μαρσέλο Μορένο Μισός Βραζιλιάνος και μισός Βολιβιανός. Μετά ακολούθησαν οι Ντάγκλας Κόστα, Άλεξ Τεϊξέιρα, Φρεντ, Αλάν Πατρίκ, Ισμαΐλι, Φερνάντο και Μπερνάρ, μεταξύ άλλων. Περίπου 11 ποδοσφαιριστές, σε αυτά τα 20 χρόνια που δούλεψα ως σκάουτερ της Σαχτάρ στη Βραζιλία.
Εγώ ήμουν αυτός που πρότεινα παίκτες όπως ο Μπερνάρ και ο Τάισον στη Σαχτάρ, και μετά πήραν μεταγραφή σε ομάδες της Ελλάδας. Δεν έχω σπουδαίες ιστορίες γι’ αυτούς, αλλά υπάρχει κάτι για τον Μπερνάρ, που πάντα το θυμάμαι.
Όταν πήγε από την Ατλέτικο Μινέιρο στη Σαχτάρ, έγινε η κορυφαία πώληση της ιστορίας της και παραμένει μέχρι σήμερα. Θυμάμαι πως όσο ήταν στις ακαδημίες της Ατλέτικο, πολλές φορές σκέφτηκαν να τον αφήσουν ελεύθερο. Υπήρχαν, όμως, κάποιοι άνθρωποι στις ακαδημίες που επέμειναν, είπαν ‘όχι’ και τον έσωσαν.
Πήρε χρόνο, ήρθε ο Ροναλντίνιο το 2012 κι έναν χρόνο αργότερα, κέρδισαν το Copa Libertadores. Εκεί, ο Μπερνάρ ήταν ένας από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας. Ο Τάισον από την άλλη, για παράδειγμα, ξεχώριζε από την αρχή στα κατώτερα κλιμάκια της Ιντερνασιονάλ. Ήταν μέσα στις προτάσεις μου, αλλά εν τέλει, χρειάστηκε να πάει πρώτα στη Μέταλιστ και μετά στη Σαχτάρ.
Ο Μπερνάρ και ο Τάισον ήταν περίπου 18/19 ετών όταν τους πρωτοείδα, σε Ατλέτικο Μινέιρο και Ιντερνασιονάλ αντίστοιχα. Είχαν αποκτήσει φήμη ήδη, όμως, ως κορυφαία ταλέντα. Ο Τετέ, από την άλλη, πήγε στη Σαχτάρ το 2019, αφότου αποχώρησα».
Οι Βραζιλιάνοι της Σαχτάρ που θα «βρει» ο Παναθηναϊκός
«Όλοι τους είναι πολύ νέοι, αλλά και πολύ ταλαντούχοι. Ξέρω καλύτερα τον Κέβιν.
Έπαιζε στην Παλμέιρας. Πολύ γρήγορος, τεχνίτης, απίστευτος ντιμπλέρ. Σαφώς, τόσο ο ίδιος, όσο και οι υπόλοιποι, χρειάζονται χρόνο, στο πλαίσιο της εξέλιξης. Η πιο καθαρή εικόνα που έχω, πάντως, είναι για τον Κέβιν. Από τότε που ήταν στις ακαδημίες της Παλμέιρας τον θυμάμαι. Ξεχώριζε.
Σίγουρα θα χρειαστεί ειδική ‘μεταχείριση’ από τον Παναθηναϊκό».
Πώς ξεχωρίζει ένα ταλέντο στη Βραζιλία
«Υπάρχουν τόσα πολλά στοιχεία που κάνουν τη διαφορά, σε έναν ταλαντούχο ποδοσφαιριστή. Ένα που έχει μεγάλη σημασία, ωστόσο, είναι το πόσο ‘στενή’ επαφή με την μπάλα έχει. Από τη φύση του.
Είναι κάτι απαραίτητο σε έναν καλό ντριμπλέρ, για παράδειγμα, όπως και η ισορροπία του σώματος. Ειδικά στο σημερινό ποδόσφαιρο, που έχει πολλή ένταση, είναι σημαντικό να παρατηρείς και την αντίληψη του παίκτη, για το πού θα πάει η μπάλα ή που θα την δώσει.
Δεν υπάρχει ο χρόνος που υπήρχε, για να κρατήσει την μπάλα και να κάνει αργές κινήσεις. Παρατηρείς, λοιπόν, τις αντιδράσεις του παίκτη μόλις πάρει την μπάλα. Πώς θα κινηθεί και επίσης, πώς αντιλαμβάνεται τον χώρο, πώς τον χρησιμοποιεί.
Υπάρχει ρίσκο σε αυτές τις μεταγραφές, γιατί δεν μπορείς να ξέρεις τα επόμενα βήματα ενός ποδοσφαιριστή. Γι’ αυτό και πρέπει να είσαι πολύ ακριβής στο scouting που κάνεις και στην αξιολόγηση νεαρών ποδοσφαιριστών.
Πρέπει να προβλέψεις. Πρέπει να σκεφτείς την εξέλιξή του στο μέλλον και γι’ αυτό, είναι πολύ σημαντικό ό,τι συμβαίνει στη Σαχτάρ. Γιατί ο σύλλογος έφτιαξε τις ιδανικές συνθήκες για τους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές, ώστε να πετύχουν. Είχαν πολύ μεγάλες και καλές εγκαταστάσεις, πολύ καλούς μεταφραστές για την επικοινωνία του τεχνικού τιμ με τους ποδοσφαιριστές. Γι’ αυτό και πέτυχε το εγχείρημα.
Σε εκείνη την ηλικία, στα 20-21, χρειάζεσαι χρόνο για να αναπτύξεις τις πλήρεις δυνατότητες ενός ποδοσφαιριστή και αν δεν έχεις σωστό πλάνο, καλές δομές και τους σωστούς ανθρώπους, δεν θα πετύχεις».
Το κεφάλαιο «Μιρτσέα Λουτσέσκου»
«Είχαμε συναντήσεις. Κυρίως με τον υπεύθυνο του τμήματος σκάουτινγκ, τον τεχνικό διευθυντή, αλλά σε μερικές περιπτώσεις, ήταν εκεί είτε ο Μιρτσέα Λουτσέσκου, είτε ο πρόεδρος της ομάδας, είτε ο CEO.
Όσον αφορά στον Μιρτσέα; Ήξερε να παίρνει το 100% από τους παίκτες του. Και κυρίως τους Βραζιλιάνους!
Σπουδαίος προπονητής. Ο τρόπος που επικοινωνεί και περνάει αυτό που θέλει στους νεαρούς ποδοσφαιριστές, χτίζοντας μία σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους, είναι εκπληκτικός.
Βοήθησε και ο τρόπος παιχνιδιού που προτιμούσε. Το επιθετικό του παιχνίδι συνδυάστηκε με μία πολύ πετυχημένη περίοδο στη Σαχτάρ».