Αυτό που συνέβη πέρυσι στη Λιντς δεν ήταν καθόλου μα καθόλου εύκολο στη διαχείριση. Μια ομάδα με πολύ υψηλό μπάτζετ, η οποία συγκέντρωσε 90 βαθμούς στην κανονική περίοδο της Championship και έμεινε εκτός από τις θέσεις που οδηγούν στην απευθείας άνοδο, αφού συνέπεσε με τις Λέστερ και Ίπσουιτς που σχεδόν… κατοστάρησαν. Ανασκουμπώθηκε, έβαλε συνολικά οκτώ γκολ στη Νόριτς στους ημιτελικούς για την έξτρα θέση της ανόδου και στον τελικό έχασε 1-0 από τη Σαουθάμπτον. Πλήρης απογοήτευση. Πώς ξανακάνεις τέτοια σεζόν στο πιο σκληρό πρωτάθλημα του πλανήτη, την Championship; Χτίζεις στα θεμέλια της χρονιάς, ελπίζοντας να υπάρξουν τα ψυχικά αποθέματα και η διατήρηση των σωματικών που απαιτεί ο πρωταθλητισμός ή ρίχνεις ξανά έναν σκασμό λεφτά και φτου κι απ’ την αρχή;

Ευτυχώς για τους φίλους της Λιντς, τα κεφάλια απ’ την Αμερική, με την εμπειρία στο αμερικανικό ποδόσφαιρο, επέλεξαν τον πρώτο δρόμο.

Δεν ξέρω αν θυμάται κανείς πώς ο Ντάνιελ Φάρκε είχε οδηγήσει τη Νόριτς στην Premier League πριν από περίπου μια εξαετία. Φέρνοντας, μαζί με τον τεχνικό διευθυντή Στούαρτ Γουέμπερ, μεθοδολογία και πρακτικές από την Bundesliga, την πρώτη του σεζόν τα Καναρίνια τερμάτισαν στη 14η θέση της κατηγορίας και την επόμενη, με έσοδα από μεταγραφές περίπου 70 εκατομμύρια, με κόψιμο συμβολαίων κοντά στο 75% και με εκπληκτική μέθοδο και τακτική στο recruiting, με «ψημένους» από την προηγούμενη σεζόν νεαρούς παίκτες και με ξεκάθαρους ρόλους και χημεία, η Νόριτς ανέβηκε ως πρωταθλήτρια. Ανέδειξε πρωταγωνιστές όπως ο Τέμου Πούκι, που αποκτήθηκε ως ελεύθερος και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ και ο Εμιλιάνο Μπουενδία, που αποκτήθηκε με 1.5 εκατομμύριο και έφτασε να παίξει Εθνική Αργεντινής. 

Η περσινή Λιντς τα πήγε καλύτερα από τη Νόριτς της πρώτης σεζόν του Φάρκε. Πολύ καλύτερα. Και αυτό αναγνωρίστηκε από τη διοίκηση, που στήριξε τον Φάρκε και τις μεθόδους του. Το recruiting βασίστηκε, σύμφωνα με τους Άγγλους, περισσότερο σε στοιχεία που είχαν να κάνουν με τον χαρακτήρα που ο Γερμανός ήθελε να χτίσει στην ομάδα κι όχι στα ακριβά ονόματα. Ο Ρούτερ πωλήθηκε για 46 εκατομμύρια, ο Άρτσι Γκρέι (ο 16χρονος αδερφός του έκανε ντεμπούτο απέναντι στην Στόουκ, με ένα επίθετο που κουβαλά τεράστια ιστορία για τους Whites) είδε την Τότεναμ να πληρώνει τη ρήτρα του και να φεύγει με 40, ο Σάμερβιλ πήγε στη Γουέστ Χαμ για 30, ο Σινιστέρα στην Μπόρνμουθ για 23 και ο Καμαρά στη Ρεν για 10.

Συνολικά, σύμφωνα με το Transfermarkt, η Λιντς έβαλε στα ταμεία της περισσότερα από 162 εκατομμύρια από πωλήσεις και ο Φάρκε, που μετά το τέλος του περσινού τελικού με τη Σαουθάμπτον συγκέντρωσε όλους τους παίκτες σε μια συνάντηση ψυχολογίας και αντεπίθεσης, μαζί με στελέχη της διοίκησης, στόχευσε διαφορετικά: Ποδοσφαιριστές έτοιμοι, που «νιώθουν» από την πίεση για άνοδο, χωρίς να τον νοιάζει η αξία μεταπώλησης.

Ποδοσφαιριστές που καλύπτουν τους τακτικούς του ρόλους, αλλά και χαρακτήρες που θα έχτιζαν τείχος προστασίας στα αποδυτήρια. 

Αρκετοί ξαφνιάστηκαν, για παράδειγμα, με την απόκτηση του Γκιλαβογκί, ο οποίος έπαιξε 15 ματς φέτος. Η επιρροή του στα αποδυτήρια, όπως αυτή αναδεικνύεται από τα ρεπορτάζ, ήταν ανεκτίμητης αξίας. Ο Μπογκλ και ο Ροντόν που αποκτήθηκαν από Σέφιλντ Γιουνάιτεντ και Τότεναμ αντίστοιχα, κούμπωσαν απευθείας στην άμυνα, ενώ ο Ιάπωνας Τανάκα εντυπωσίασε τους πάντες με την παρουσία του εντός κι εκτός γηπέδου. Ραμαζανί και Σόλομον βοήθησαν πολύ, με τον πρώτο να έχει επίσης σημαντικό ρόλο για το κλίμα στα αποδυτήρια.

Απ’ αυτούς, ο ακριβότερος ήταν ο Ρόντον, που κόστισε 11.8 εκατ.! 

Ο Ίθαν Αμπαντού πήρε το περιβραχιόνιο και προχώρησε σε μια κίνηση που έδειχνε την κατάσταση που επικρατούσε πλέον: Στη συνάντηση με τη διοίκηση για τα μπόνους επίτευξης στόχων, ζήτησε οριζόντια πριμ για όλους, είτε έπαιζαν 40 ματς τη σεζόν είτε 1. Kαι μέσα σ’ όλο το νέο σύστημα, έλαμψε ο Γιοέλ Πιρού, ο Ολλανδός πρώτος σκόρερ της Championship, o οποίος πέρασε ένα διάστημα αφλογιστίας και ξέσπασε με τέσσερα γκολ απέναντι στη Στόουκ, για να φτάσει τα 19 φετινά. 

Η Λιντς είχε φυσικά δύσκολες στιγμές, «γκρίνια» για εκείνους που εκτός από τους βαθμούς ήθελαν σούπερ θεαματικό ποδόσφαιρο και… καθόλου γκέλες για να είναι σίγουροι. Όμως ο Φάρκε και οργανισμός της είχε δημιουργήσει όλες εκείνες τις απαραίτητες συνθήκες για να γίνεται άμεσα η όποια διαχείριση κρίσεων, κράτησε τους περισσότερους από αυτούς που επιθυμούσε από το περσινό ρόστερ και δεν λύγισε ούτε στις σειρήνες της μεταγραφικής περιόδου του Ιανουαρίου. Ο Φάρκε κατάφερε να διατηρήσει τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην πειθαρχία και την ελευθερία, στα αποδυτήρια και στο χορτάρι και έκανε το ρόστερ «πολεμιστές» του. 

Όπως είχε αποδειχθεί με τη δική του Νόριτς, όπως αποδείχθηκε φέτος με τη Λέστερ και την Ίπσουιτς, η παραμονή είναι… άλλο κεφάλαιο. Ωστόσο η Λιντς φαίνεται πως έχει τις δομές για να εξελιχθεί εκ νέου. Και τα κατάφερε γιατί στη δύσκολη καμπή, έδειξε εμπιστοσύνη στον προπονητή που πέρυσι την έφτασε μια ανάσα από τον στόχο. Στο ποδόσφαιρο και στον αθλητισμό γενικά το αποτέλεσμα είναι αυτό που κρίνει τα πάντα και η Λιντς του Φάρκε πέρυσι το έχασε. Όμως βρήκε ανθρώπους που καταλάβαν τη διαδικασία και την πορεία, ακόμα κι αν σε ένα ματς χάθηκαν τα πάντα. Του έδωσε τη δεύτερη ευκαιρία, εκείνος δούλεψε με εμπιστοσύνη και λίγους μήνες αργότερα, δρέπει τους καρπούς. Γιατί υπάρχουν τελικά πράγματα που μετρούν περισσότερο από την απόδοση σε ένα ενενηντάλεπτο…