Είναι πλέον στα 40, έχοντας κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια στην Παρί, στην πόλη του και πόλη ενός αστείρευτου ταλέντου. Παρόλα αυτά, ο Λασανά Ντιαρά συνεχίζει να βλέπει το όνομά του να συζητιέται στα υψηλότερα κλιμάκια του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Ο πρώην μέσος των Τσέλσι, Άρσεναλ, Ρεάλ Μαδρίτης και άλλων σημαντικών ομάδων δικαιώθηκε πριν από μερικούς μήνες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ξεκίνησε ένα ντόμινο εξελίξεων και πίεσης προς τη FIFA.

Πριν από λίγες μέρες, διεξήχθη στην Ολλανδία το ετήσιο νομικό συνέδριο της FIFPRO, του Παγκόσμιου Συνδέσμου Ποδοσφαιριστών. Το «παρών» έδωσαν οι κορυφαίοι νομικοί του ποδοσφαίρου από όλον τον κόσμο και η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε μέσω του ΠΣΑΠΠ. Ένα από τα ζητήματα που ξεχώρισε στην ατζέντα, ήταν αυτό της υπόθεσης του Λασανά Ντιαρά, μιας και η άποψη που επικρατεί είναι πως υπάρχουν αλυσιδωτές αντιδράσεις, οι οποίες άρχισαν να φαίνονται δειλά δειλά…

To ιστορικό της υπόθεσης Ντιαρά

Το καλοκαίρι του 2014, ο Λασανά Ντιαρά αγωνιζόταν στη Λοκομοτίβ Μόσχας, όταν ξέσπασε διαφωνία με την ομάδα του σχετικά με τον μισθό του. Η Λοκομοτίβ αποφάσισε ότι ο παίκτης είχε παραβιάσει τη σύμβασή του και την κατήγγειλε στην αρμόδια επιτροπή επίλυσης διαφορών της FIFA (FIFA DRC), διεκδικώντας την αποζημίωση που προβλεπόταν στους αντίστοιχους κανονισμούς ( FIFA RSTP). Παρά τις ενστάσεις του Ντιαρά, η επιτροπή της FIFA δικαίωσε τη ρωσική ομάδα, επιδικάζοντάς της αποζημίωση 10,5 εκατομμυρίων ευρώ.

Ακολούθως, ο Ντιαρά, όντας ελεύθερος, έλαβε πρόταση από τη Σαρλερουά, με την προϋπόθεση ότι η FIFA θα διαβεβαίωνε πως η νέα ομάδα του δεν θα ήταν από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνη για την καταβολή της αποζημίωσης που επιδικάστηκε στην Λοκομοτίβ. Η διαβεβαίωση δεν ήρθε ποτέ, καθώς οι κανονισμοί της απαιτούν την έγκριση του διεθνούς πιστοποιητικού μεταγραφής από την Ομοσπονδία που ο παίκτης εγκαταλείπει. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Ντιαρά να κινηθεί νομικά εναντίον της FIFA και της βελγικής Ομοσπονδίας το 2015, ξεκινώντας μια νομική μάχη που κατέληξε στην απόφαση του CJEU.

Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο από το εφετείο του Βελγίου, το οποίο ζήτησε γνωμοδότηση σχετικά με τη σχέση των κανονισμών της FIFA με δύο βασικές αρχές του δικαίου της ΕΕ: την ελευθερία μετακίνησης των ατόμων και τον ελεύθερο ανταγωνισμό στις εσωτερικές αγορές.

Ο γενικός εισαγγελέας του CJEU, Ματσέι Σζπουνάρ εξέδωσε νομική γνωμοδότηση υποστηρίζοντας ότι οι κανονισμοί της FIFA:

Παραβιάζουν το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης των παικτών, καθώς ο Ντιαρά στερήθηκε την ευκαιρία να ενταχθεί σε νέο σύλλογο.

Εμποδίζουν τον ανταγωνισμό, καθώς απαιτούν από τον νέο σύλλογο να καλύψει τα έξοδα αποχώρησης του παίκτη από την προηγούμενη ομάδα του.

Είναι διαμορφωμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν τις παραπάνω συνέπειες εκ προθέσεως.

Η απόφαση του CJEU συντάχθηκε με αυτήν την ερμηνεία, κρίνοντας ότι οι κανόνες της FIFA αντιβαίνουν το ευρωπαϊκό δίκαιο και ότι η μεταγραφική αγορά θα πρέπει να αναδιαμορφωθεί με νέους κανόνες, που σέβονται την ελευθερία των ποδοσφαιριστών και τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Η αντίδραση της FIFA

«Μουδιασμένη» από τις εξελίξεις, η FIFA προχώρησε γρήγορα, πρώτα σε αναστολή όλων των αποφάσεων της Πειθαρχικής της Επιτροπής που «άγγιζαν» τα προβληματικά άρθρα των κανονισμών της και μετέπειτα, τον Ιανουάριο του 2025, σε προσωρινή αλλαγή του κανονισμού ιδιότητας και μεταγραφών ποδοσφαιριστών . Υποστήριξε ότι ζήτησε την άποψη όλων των εμπλεκόμενων φορέων προτού αποφασίσει, τονίζοντας ότι η Fifpro αρνήθηκε να πάρει μέρος.

Από την πλευρά της, η Fipro ξεκαθάρισε ότι δεν συμφωνεί με προσωρινά μέτρα, τα οποία «δεν εισήχθησαν κατόπιν σωστής διαπραγματευτικής διαδικασίας» και τόνισε: «Τα μέτρα δεν παρέχουν νομική νομιμότητα για τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και δεν αντανακλούν την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου». Η FIFA είχε τη δική της ερμηνεία. Εκτίμησε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ενίσχυσε τη θέση της ως ρυθμιστικού φορέα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ιδίως σε ό,τι αφορά το σύστημα μεταγραφών και τη σημασία της συμβατικής σταθερότητας.

Έπειτα, αναγνώρισε την ανάγκη για τροποποιήσεις σε ορισμένες πτυχές των κανονισμών μεταγραφών. Συγκεκριμένα, αποδέχθηκε ότι απαιτούνται αλλαγές στους εξής τομείς:

Στον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί σε περίπτωση παραβίασης συμβολαίου από παίκτη ή προπονητή.

Στο «βάρος» της απόδειξης όσον αφορά την από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη για την αποζημίωση σε περίπτωση παραβίασης συμβολαίου.

Στο «βάρος» της απόδειξης σε σχέση με την παρακίνηση ενός παίκτη να παραβιάσει το συμβόλαιό του και τις αντίστοιχες αθλητικές κυρώσεις που επιβάλλονται στον νέο σύλλογο.

Στη διαδικασία έκδοσης του Διεθνούς Πιστοποιητικού Μεταγραφής (ITC).

Αποζημίωση για παραβίαση συμβολαίου και απαγόρευση μεταγραφών.

Σύμφωνα με τη FIFA, «κάθε μέρος που έχει υποστεί ζημία λόγω παραβίασης συμβολαίου από το αντισυμβαλλόμενο μέρος δικαιούται να λάβει αποζημίωση». Ενώ η αποζημίωση προς τους ποδοσφαιριστές, βάσει του αντίστοιχου άρθρου , έχει ξεκάθαρο τρόπο υπολογισμού, η αποζημίωση προς τις ομάδες θα καθορίζεται βάσει της ζημίας που έχει υποστεί το θιγόμενο μέρος, με κάθε περίπτωση να εξετάζεται μεμονωμένα και αναλόγως των συνθηκών.

Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται ότι ένας σύλλογος έχει παρακινήσει έναν παίκτη να παραβιάσει το συμβόλαιό του με σκοπό τη μεταγραφή του, η FIFA ξεκαθαρίζει ότι ο συγκεκριμένος σύλλογος θα θεωρείται συνυπεύθυνος για την καταβολή της αποζημίωσης.

Επιπλέον, επιβεβαιώθηκε και εγγράφως ότι κάθε σύλλογος που είτε παραβιάζει συμβόλαιο είτε ενθαρρύνει παίκτη να το πράξει, θα τιμωρείται με απαγόρευση πραγματοποίησης μεταγραφών για δύο μεταγραφικές περιόδους. Η απόφαση αυτή υπογραμμίζει τη δέσμευση της FIFA να διατηρήσει τη συμβατική σταθερότητα στο ποδόσφαιρο, προστατεύοντας τόσο τα συμφέροντα των συλλόγων όσο και των παικτών, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη στο σύστημα μεταγραφών.

Τα περιθώρια για τους ποδοσφαιριστές

Ποια είναι όμως η οπτική των ποδοσφαιρικών συνδέσμων και άρα κατ’ επέκτασιν των ποδοσφαιριστών; Με βάση όσων συζητήθηκαν στο νομικό συνέδριο της Fifpro, ενισχύθηκε η αντίληψη ότι οι συλλογικές συμβάσεις μπορούν να παρακάμψουν το ευρωπαϊκό δίκαιο. Επίσης, τίθεται πλέον πιο ασφυκτικά το ζήτημα της θεσμοθέτησης των κανονισμών στη βάση τους, καθώς ένας βασικός stakeholder, δηλαδή οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές, πρέπει – για να είναι νόμιμοι οι κανονισμοί – να έχουν ουσιαστική και αναντίρρητη συμβολή/συμμετοχή σε όλη τη διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Η διαπραγματευτική δύναμη των ποδοσφαιριστών είναι πλέον μεγαλύτερη και το γεγονός ότι οι αποζημιώσεις αποδείχθηκε ότι μπορούν να είναι μικρότερες σε περίπτωση που ένας παίκτης σπάσει το συμβόλαιο από μόνος του, αποτελεί ένα σημαντικό διαπραγματευτικό ατού.

Από την πρώτη στιγμή που «έσκασε» η υπόθεση Ντιαρά, η ερώτηση που τέθηκε από κορυφαία media στον κόσμο ήταν το αν μπορούμε να μιλάμε για μια νέα περίπτωση Μποσμάν, η οποία το 1995 άλλαξε μια για πάντα τον τρόπο που γίνονται οι μεταγραφές. Η δυναμική της απόφασης για τον Γάλλο παίκτη μπορεί να είναι και μεγαλύτερη, αφού «χτυπάει» στην καρδιά της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Κι ο Λασανά Ντιαρά, τελικά, μπορεί να συντελέσει σε ένα ντόμινο αλλαγών που το καθεστώς ποτέ δεν περίμενε…