Ο Ραφαήλ Παγώνης είναι ένα από τα πρόσωπα των ημερών στην ελληνική -αθλητική και μη- επικαιρότητα.
Ο 13χρονος τενίστας έφτασε έως τον τελικό του Wimbledon U14. Έζησε το «όνειρό» του και εν τέλει, μετά από μία «μάχη» με τον Μόριτζ Φράιταγκ, ολοκλήρωσε το σπουδαίο τουρνουά ως φιναλίστ.
Το μέλλον, βεβαίως, είναι όλο δικό του. Αποτελεί το Νο.1 της Ευρώπης στα 14αρια και βάσει των όσων έχει δείξει έως τώρα, έχει όλα τα φόντα για να «κρατήσει» τη σημαία της Ελλάδας ψηλά στο τένις.
Όλα στην πορεία του, όμως, ξεκίνησαν από μία απόφαση που έλαβε στην ηλικία των 10 ετών.
Μιλώντας στο Tennis Europe τον Απρίλιο του 2025, ο Ραφαήλ Παγώνης «αποκαλύφθηκε», στην πρώτη μεγάλη συνέντευξή του.
Εκεί, αναφέρθηκε στο πώς ξεκίνησε το τένις, το καθημερινό πρόγραμμά του, το ίνδαλμά του, αλλά και το πώς πήρε την απόφαση να αφήσει την άλλη μεγάλη του αγάπη, για χάρη του τένις.
Ποια ήταν αυτή; Το μπάσκετ!
Αναλυτικά, όσα είχε δηλώσει ο Ραφαήλ Παγώνης στη συνέντευξή του στις 24 Απριλίου του 2025:
«Ξεκίνησα το τένις λόγω του πατέρα μου. Με έβαλε στο γήπεδο για πρώτη φορά όταν ήμουν 2 ετών και ήθελα να παίξω τένις ξανά και ξανά και ξανά. Του ζητούσα συνέχεια να με πηγαίνει στο γήπεδο για να παίξει μαζί μου. Παίζαμε πόντους και πάντα ήθελα να κερδίζω».
Για το πότε κατάλαβε ότι θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τένις:
«Όταν ήμουν 10 ετών και κατέκτησα το ελληνικό και πανελλήνιο πρωτάθλημα. Έπαιζα επίσης μπάσκετ και ήθελα να συνεχίσω να κάνω και τα δύο, αλλά συνειδητοποίησα ότι ήμουν καλύτερος στο τένις και αποφάσισα να συνεχίσω με αυτό. Άρχισα να παίζω σε τουρνουά στην Ελλάδα όταν ήμουν 6-7 ετών και μετά στα 10 άρχισα να παίζω στα τουρνουά της Tennis Europe. Από εκεί και πέρα πήγα και στις ΗΠΑ, προσπαθώντας να κάνω το καλύτερο δυνατό σε κάθε τουρνουά».
Για τη μετάβαση από τα 12άρια στα 14άρια και τις διαφορές που έχουν:
«Το 2ο set, τις περισσότερες φορές, είναι πολύ διαφορετικό. Στα 12άρια, παίζεις το 1ο set, το κερδίζεις και μετά στο 2ο set ο αντίπαλος συχνά παραιτείται ή νομίζει ότι έχει ήδη χάσει. Τώρα στα 14άρια, κανείς δεν τα παρατάει. Όλοι θέλουν να κερδίσουν, όλοι παλεύουν».
Για το αγαπημένο του τουρνουά στην Tennis Europe:
«Το Tim Essonne (Γαλλία), το Maia Jovem (Πορτογαλία) και ίσως και το Les Petit As (Γαλλία)».
Για του φετινούς του στόχους:
«Θέλω να αγωνιστώ στο επόμενο τουρνουά super category και να προσπαθήσω στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα να φτάσω στην 4άδα ή ακομα και στον τελικό και γενικά να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό σε κάθε τουρνουά».
Για το πώς καταφέρνει να ισορροπεί τον αθλητισμό με την εκπαίδευση:
«Όταν ήμουν 12 ετών, άφησα το παραδοσιακό ελληνικό σχολείο για να ταξιδέψω και να παίξω τένις. Προσπαθώ να κάνω διαδικτυακά μαθήματα, όσο περισσότερο μπορώ. Μεταξύ των αγώνων, επιστρέφω στο ξενοδοχείο, κάνω το σχολείο μου, κάνω τα μαθήματά μου και από εκεί και πέρα προσπαθώ να επικεντρωθώ κυρίως στο τένις.
Ξυπνάω στις 07:00 και πηγαίνω στο γυμναστήριο από τις 08:00 έως τις 09:00. Μετά παίζω τένις μέχρι τις 10:30. Στη συνέχεια έχω σχολείο από τις 11:00 έως τις 13:00. Τρώω μεσημεριανό και στις 15:00 επιστρέφω στην ακαδημία. Κάνω ξανά γυμναστική για περίπου μισή έως μία ώρα, μετά παίζω τένις για 1,5 ώρα. Μετά την προπόνηση προσπαθώ να κάνω μερικά service, είναι πολύ σημαντικό για μένα να σερβίρω καλά και το τέλος πάω σπίτι και ξεκουράζομαι.
Για το ποιος είναι ο αγαπημένος του τενίστας:
«Θα έλεγα τον Κάρλος Αλκαράθ. Παίζει επιθετικά. Χρησιμοποιεί το drop shot και προσπαθώ να κάνω πολλά drop shots όπως αυτός. Είναι μαχητής και πολύ γρήγορος. Νομίζω ότι έχουμε παρόμοια στυλ. Μου αρέσει να προσπαθώ να παίξω όπως αυτός».
Όσο για το ποιο Grand Slam θέλει να κατακτήσει:
«Το Australian Open, γιατί είναι σαν ελληνικό Grand Slam και πολλοί Έλληνες Αυστραλοί ζουν εκεί και δημιουργούν μια εκπληκτική ατμόσφαιρα».
Για το αν έχει χρόνο για άλλες δραστηριότητες:
«Όχι, όχι ειλικρινά. Καμία φορά πάω και παίζω μπάσκετ με τον μπαμπά μου».
Όσο για την κατάταξη στο Race to Monaco όπου αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην 4η θέση:
«Ναι, ήταν ο στόχος μου να πάω στο Monte Carlo Masters από την αρχή της χρονιάς, γιατί είναι ένα πραγματικά σημαντικό γεγονός, αλλά και γιατί το Μόντε Κάρλο είναι Μόντε Κάρλο».