Σκωτία-Ελλάδα στο Χάμπντεν Παρκ, μέρος δεύτερο εντός του 2025. Σαφώς διαφορετικό και πιο σημαντικό, από εκείνο στα μπαράζ του Μαρτίου, για την άνοδο στη League A του Nations League.
Αυτήν τη φορά, το διακύβευμα είναι το εισιτήριο για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026. Και το συγκεκριμένο ματς, όπως έχουν διαμορφωθεί τα δεδομένα στον όμιλο της Εθνικής, κρίνει πάρα πολλά.
Ακριβώς γι΄ αυτόν τον λόγο και οι Σκωτσέζοι το περιμένουν πώς και πώς. Ό,τι τονίζει και ο θρύλος της Σκωτίας, Άλεξ ΜακΛις, Νο.7 στη λίστα όλων των εποχών, με εκείνους που έχουν τις περισσότερες συμμετοχές με τη φανέλα της εθνικής ομάδας της.
Παράλληλα, διετέλεσε δύο φορές προπονητής της, το 2007 και το 2018, έχοντας αναλάβει μεταξύ άλλων, ομάδες όπως οι Ρέιντζερς, Νότιγχαμ Φόρεστ, Άστον Βίλα και Χιμπέρνιαν.
Ο άλλοτε κόουτς, αλλά και θρυλικός σέντερ μπακ ως ποδοσφαιριστής, εκείνης της σπουδαίας Αμπερντίν του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, γνωρίζει το βρετανικό ποδόσφαιρο όσο λίγοι και μιλώντας στο Ole.gr και τον Φάνη Τσοκανά, αναλύει όσα περιμένει από το παιχνίδι της Εθνικής Ελλάδας με τη Σκωτία στο Χάμπντεν Παρκ (09/10, 21:45), αλλά και όσα είδε ή περιμένει να δει, από τις ευρωπαϊκές «μάχες» των ελληνικών ομάδων στην Ευρώπη.
Άλλωστε, εντός του καλοκαιριού προηγήθηκε το ζευγάρι Παναθηναϊκός vs Ρέιντζερς και ακολουθεί εκείνο της ΑΕΚ με την Αμπερντίν.
Τι περιμένω από το Σκωτία-Ελλάδα
«Πιστεύω ότι και οι δύο ομάδες θα προσφέρουν ξανά ένα πολύ καλό παιχνίδι.
Αν σκεφτεί κανείς τη νίκη της Ελλάδας με 3-0 στη Σκωτία, καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μια πολύ δυνατή επιθετική ομάδα και αν δεν περιορίσεις τους καλούς της παίκτες, θα έχεις πρόβλημα. Αυτήν τη φορά, ωστόσο, η Σκωτία έχει πολύ καλή ψυχολογία.
Όλοι είναι έτοιμοι για τον αγώνα. Υπάρχουν παίκτες που αποδίδουν εξαιρετικά στις ομάδες τους στην Αγγλία, στην Ιταλία και στο εξωτερικό γενικότερα, και αυτό κάνει τη Σκωτία —κατά τη γνώμη μου— πολύ δυνατή και δύσκολη αντίπαλο για την Ελλάδα.
Παίκτες όπως ο Τζον ΜακΓκιν, που είναι καταπληκτικός στην Άστον Βίλα, και ο αρχηγός Άντι Ρόμπερτσον, με τα συχνά ανεβάσματα από την άμυνα, προσφέρουν μεγάλη επιθετική δύναμη.
Η Ελλάδα επίσης έχει εξαιρετικούς επιθετικούς, κάτι που απέδειξε στη Γλασκώβη, όταν κέρδισε 3-0. Και οι δύο ομάδες διαθέτουν επικίνδυνους παίκτες.
Από τους πιο επικίνδυνους Έλληνες παίκτες θα ήταν, φυσικά, ο Καρέτσας, αλλά μαθαίνω πως είναι πιθανό να μείνει εκτός, κάτι που θα αποτελεί πλήγμα για την ελληνική ομάδα και ίσως επηρεάζει την αυτοπεποίθησή της.
Ο Παυλίδης, ο Τσιμίκας, είναι παίκτες διεθνούς επιπέδου και πολύ επικίνδυνοι. Ο Τσιμίκας, με την εμπειρία του στη Λίβερπουλ, είναι ένας πολύ δυνατός επιθετικός μπακ.
Για τη Σκωτία, υπάρχουν επίσης παίκτες με εξαιρετική αυτοπεποίθηση. Σκεφτείτε τους παίκτες της Premier League — ο ΜακΓκιν είναι φανταστικός, ο Ράιαν Κρίστι, ο Φέργκιουσον στη Μπολόνια, και φυσικά οι παίκτες της Νάπολι, Γκίλμουρ και ΜακΤόμινεϊ.
Η Σκωτία έχει σήμερα αρκετά μεγάλα ονόματα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και είναι γεμάτη πίστη στις δυνατότητές της. Παράλληλα, έχει πλέον την αυτοπεποίθηση να δημιουργεί ευκαιρίες, χάρη στη φόρμα, την ποιότητα και το κλίμα που επικρατεί στην ομάδα».
Πώς έζησα το ελληνικό ποδόσφαιρο
«Όταν ήμουν ποδοσφαιριστής —και κυρίως προπονητής— αντιμετώπισα σπουδαίες ομάδες, όπως ο Παναθηναϊκός (με τη Ρέιντζερς) και η ΑΕΚ (με τη Χιμπέρνιαν).
Ξέραμε πάντα ότι στην Ελλάδα οι συνθήκες είναι δύσκολες και η ατμόσφαιρα στις εξέδρες πολύ ‘θερμή’. Οι Έλληνες φίλαθλοι το κάνουν πολύ καλά αυτό και πρέπει να τους δώσω τα εύσημα.
Ήταν πάντα δύσκολο να παίξεις εναντίον ελληνικών ομάδων, που είχαν πάντοτε έναν ή δύο παίκτες ικανούς να αλλάξουν την πορεία ενός αγώνα. Στο ποδόσφαιρο αρκεί ένας παίκτης για να κάνει τη διαφορά και αυτό θα περιμένουμε και στο ματς με την Ελλάδα.
Όσον αφορά στην Αμπερντίν, που παίζει με την ΑΕΚ, έχει μπροστά της έναν πολύ δύσκολο αγώνα.
Πιστεύω ότι οι περισσότεροι περιμένουν πως η ΑΕΚ είναι το φαβορί, αλλά η Αμπερντίν προέρχεται από ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα στο πρωτάθλημα, νικώντας με 4-0, και ίσως πάει στην Ευρώπη με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Η ΑΕΚ, ωστόσο, παραμένει το φαβορί».
Η Αμπερτίν του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον
«Το ‘μυστικό’ της ιστορικής ομάδας της Αμπερντίν που κατέκτησε ευρωπαϊκούς τίτλους —και ήταν η τελευταία που νίκησε τη Ρεάλ Μαδρίτης σε τελικό Ευρώπης το 1983— δεν ήταν κάτι μαγικό.
Είχαμε έναν πολύ ισχυρό προπονητή και παίκτες με άψογη νοοτροπία.
Όταν εκείνος ζητούσε περισσότερα, δεν παραπονιόμασταν. Απαντούσαμε με καλύτερες εμφανίσεις. Ήμασταν μια ομάδα γεμάτη ταλέντο και υψηλό επίπεδο, και αυτό οφειλόταν στην επιμονή του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον.
Ο Φέργκιουσον απέδειξε στον κόσμο ότι ήταν κάποιος που δεν μπορούσες να αγνοήσεις. Μετά την επιτυχία του στην Αμπερντίν, πήγε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και έγινε θρύλος εκεί.
Η Γιουνάιτεντ ήταν —και είναι— ένας από τους μεγαλύτερους συλλόγους στον κόσμο, ενώ η Αμπερντίν όχι, όμως πετύχαμε σπουδαία πράγματα.
Ένα από τα στοιχεία που πήρα από τον Σερ Άλεξ ήταν το επιθετικό, γρήγορο ποδόσφαιρο.
Ακόμα κι αν δεν έχεις ταχύτατους παίκτες, πρέπει να παίζεις γρήγορα, να κυκλοφορείς την μπάλα με ρυθμό και να πιέζεις τον αντίπαλο. Όσοι ταίριαζαν σε αυτό το στιλ, συνήθως έπαιζαν εντυπωσιακά και δημιουργούσαν όμορφο ποδόσφαιρο. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό μάθημα που πήρα — να διατηρείς πάντα υψηλό ρυθμό.
Όταν ήμουν προπονητής στους Ρέιντζερς, κερδίσαμε επτά τρόπαια σε τριάμισι σεζόν παίζοντας σε πολύ γρήγορο ρυθμό και επιδιώκοντας να φτάνουμε γρήγορα στην περιοχή του αντιπάλου».
Όταν ο γιος μου, μού πρότεινε τον Μέσι λόγω… Championship Manager!
«Πράγματι, ο γιος μου ήταν μεγάλος θαυμαστής του παιχνιδιού ‘Championship Manager’, από όταν ήταν οκτώ ή εννέα χρονών.
Ήταν τόσο απορροφημένος που μου έλεγε για έναν παίκτη, τον Λέο Μέσι, που θα γινόταν ο καλύτερος του κόσμου — κι εκείνη την εποχή ο Μέσι ήταν μόλις 15-16 ετών! Γέλασα τότε, αλλά λίγα χρόνια αργότερα, ο Μέσι πράγματι έγινε φαινόμενο.
Τα παιδιά μου είχαν μάτι για το ταλέντο, κι αυτό με εξέπληξε. Σήμερα, οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιούνται στις μεγάλες ομάδες για να εντοπίζουν παίκτες μοιάζουν λίγο, σαν εκείνο το παιχνίδι».