Το σίριαλ γύρω από την πιθανή αποχώρηση του Ραζβάν Λουτσέσκου από τον ΠΑΟΚ έχει πλέον «τίτλους τέλους», σύμφωνα με τον ίδιο.
Ο Ρουμάνος τεχνικός φαινόταν αρκετά κοντά στην έξοδό του από τον «Δικέφαλο του Βορρά», ή τουλάχιστον αυτό ανέφεραν δημοσιεύματα.
Ωστόσο, ο ίδιος διαψεύδει κάτι τέτοιο μέσω συνέντευξης που παραχώρησε στη «Fanatik.ro», επιβεβαιώνοντας την παραμονή του στην ομάδα της Θεσσαλονίκης.
Ακόμα, στη συγκεκριμένη συνέντευξη, μίλησε για τη σχέση του με τον ιδιοκτήτη της ομάδας, Ιβάν Σαββίδη, καθώς τα δημοσιεύματα περί αποχώρησης βασίζονταν στη μεταξύ τους τεταμένη σχέση.
Οι δηλώσεις του Ραζβάν Λουτσέσκου:
Για τον Ιβάν Σαββίδη:
«Αυτός είναι ο άνθρωπος που έσπασε το μπλόκο της Αθήνας, με όσα έκανε, με τη νοοτροπία του, με το γεγονός ότι έφερε συγκεκριμένους παίκτες εδώ, με το ότι μας έφερε κι εμάς εδώ, με το ότι μας στήριξε. Ναι, υπάρχουν εντάσεις. Το σημαντικό είναι να ξέρεις να ξεπερνάς αυτές τις εντάσεις, όπως σε έναν γάμο. Υπάρχουν πολλές καταστάσεις.
Υπήρξαν κάποιες συζητήσεις, τελείωσε το θέμα, προχωράμε μπροστά. Έχουμε συμβόλαιο, είμαστε έτοιμοι για μια νέα μάχη και… τέλος. Ναι, φυσικά και μένω στον ΠΑΟΚ. Δεν μπορεί να μείνει “σπασμένη” μια σχέση όταν μιλάμε για δύο ανθρώπους που γνωρίζονται τόσα χρόνια, που έχουν περάσει μαζί θεαματικές, ξεχωριστές, όμορφες, δύσκολες, ιστορικές στιγμές, δυσκολίες, απογοητεύσεις. Αυτή είναι η ζωή. Είναι κάτι όμορφο και ξεχωριστό για μένα, ως προπονητής, να βρίσκομαι στην Ελλάδα σε μία ομάδα για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια και τώρα να ξεκινά ο πέμπτος στη σειρά — συν δύο προηγουμένως. Το θέμα έχει κλείσει, έχει τελειώσει. Έχω ακόμη δύο χρόνια συμβόλαιο».
Για τα προβλήματα στο φινάλε της σεζόν:
«Η τελευταία περίοδος είναι αυτή μετά τη διακοπή, όταν ξεκίνησε το μίνι πρωτάθλημα των πλέι οφ και όταν, τελικά, μαζευτήκαμε και καταλάβαμε όλοι. Αναφέρομαι μόνο στην πλευρά της ομάδας – ότι πρέπει να είμαστε ενωμένοι, πραγματικά ενωμένοι, και να αλλάξουμε εκείνη την εικόνα, αφήνοντας στην άκρη τα προσωπικά μας συμφέροντα και την ιδέα να βάζουμε τον εαυτό μας σε πρώτο πλάνο.
Τελειώσαμε με δυσαρέσκειες, με τις εσωτερικές συγκρούσεις που υπήρχαν, με το “παίζω 5 λεπτά, ο άλλος παίζει 10, γιατί δεν παίζω όλα τα ματς;”, με πολλές καταστάσεις. Καταφέραμε, λοιπόν, τελικά να δέσουμε αυτή την ομάδα και μπήκαμε στα πλέι οφ. Ξεκινήσαμε με 7 βαθμούς πίσω από την ΑΕΚ και 4 από τον Παναθηναϊκό.
Βάλαμε στόχο να αλλάξουμε την εικόνα που είχαμε μέχρι τότε. Ακόμη κι αν δεν μπορούσε να κατακτηθεί το πρωτάθλημα, τουλάχιστον να τελειώσουμε με το κεφάλι ψηλά. Και αυτό κάναμε!
Τερματίσαμε στην 3η θέση, εξασφαλίσαμε την πρόκριση στο Europa League. Μετά από αυτό, εντάξει, υπήρξαν κάποιες συζητήσεις. Επομένως, εγώ, στο τέλος αυτής της τρελής, περίπλοκης χρονιάς, θεωρώ πως ήταν μια φυσιολογική χρονιά. Φυσιολογική — δεν θα πω “καλή”, γιατί μπορεί να ενοχλήσω, αλλά από επαγγελματικής άποψης και με τον τρόπο που αναλύω τα πράγματα, μπορώ να πω ότι ήταν μια χρονιά που, με όλες τις δυσκολίες, τελειώνει καλά. Με μια πρόκριση στο Europa League, με μια θέση στο βάθρο, μετά από μια χρονιά σχεδόν θαυματουργή».
Για τη Θεσσαλονίκη και την κουλτούρα της μάχης:
«Πρέπει να έχεις και αυτή τη γνώση, να μπορείς να κερδίζεις κάθε χρόνο, για να μπορείς να απαιτείς να κερδίζεις κάθε φορά. Δεν είναι κουλτούρα της νίκης, είναι κουλτούρα του αγώνα. Η Θεσσαλονίκη αυτό αντιπροσωπεύει: μια κουλτούρα μάχης.
Δεν αισθάνομαι καθόλου (σ.σ. σε κίνδυνο). Υπάρχουν πολλές συζητήσεις που εσείς δεν τις ξέρετε και δεν θα τις μάθετε. Δεν είναι θέμα ρητρών από τη δική μου πλευρά. Ναι, υπάρχουν ρήτρες, αλλά για μένα ποτέ δεν ήταν αυτό το θέμα. Υπάρχουν δύο πτυχές εδώ. Στην Ελλάδα, όταν κερδίζεις, είσαι… σχεδόν Θεός. Όταν χάνεις ένα ματς, και έρχεται αυτό 3 μέρες μετά από το να είσαι σχεδόν Θεός, γίνεσαι ο χειρότερος προπονητής, παίκτης, ό,τι κι αν είσαι…».
Για τη σχέση του με τον Ιβάν Σαββίδη και τον ΠΑΟΚ:
«Ζεις συναισθηματικά από το ένα άκρο στο άλλο. Αυτό κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα, και αν δεν έχεις την ικανότητα να διαχειριστείς αυτή την ανισορροπία, κινδυνεύεις να καταρρεύσεις. Εγώ είμαι συνηθισμένος σε αυτό.
Το δεύτερο είναι πως σε μια σχέση που κρατάει 6 χρόνια — με ένα διάλειμμα, είναι αλήθεια, αλλά συνολικά 6 χρόνια — μπορεί να υπάρξουν συζητήσεις, να υπάρξουν εντάσεις. Όμως εγώ σ’ αυτόν τον άνθρωπο θα είμαι ευγνώμων για όλη μου τη ζωή!».