«Θα είναι και ο Δομάζος! Έλα». Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που μιλούσαμε, εκείνο το μεσημέρι του Νοεμβρίου, αλλά η πρώτη που τον συναντούσα. Έμελλε να είναι η τελευταία.
Η Εθνική Ομάδα Socca παρουσίαζε τη φανέλα της, εμπνευσμένη από εκείνη της Ελλάδας στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Όταν έχασε την πρόκριση στα τελικά του Μουντιάλ για έναν πόντο, μία «φουρνιά» παικτών αποτελούμενη από θρύλους όπως ο Δομάζος, ο Σιδέρης, ο Παπαϊωάννου, ο Κούδας. Ψιλά γράμματα για κάποιους, κεφαλαία για εμάς.
Αν έχει ένα πολύ καλό το συγκεκριμένο επάγγελμα, είναι πως γεφυρώνει την παιδική ηλικία με την ενήλικη ζωή. Ζεις από κοντά όσα χάζευες από την τηλεόραση, συναναστρέφεσαι με ανθρώπους που δεν το φανταζόσουν. Ακριβώς γι’ αυτό, δεν πήρε αναβολή η συγκεκριμένη ευκαιρία.
Ανέβηκε στο βήμα να μιλήσει, και ένιωθες, πως αν τον άφηνες για ώρες εκεί, δεν θα σταματούσε να μιλάει για το ποδόσφαιρο. Να θυμάται ιστορίες, να δίνει συμβουλές, να εξηγεί πώς το ζει ακόμη, μέσα από τις ακαδημίες του.
«Η θεά». Έτσι αποκάλεσε την μπάλα, ξανά και ξανά. «Θα την κυνηγάτε, θα την κυνηγάτε και δεν θα πείτε ποτέ ότι την βαρεθήκατε. Γιατί αν πείτε ότι την βαρεθήκατε, θα σας αφήσει κι αυτή».
Μοιάζει απλό, αλλά από τις διηγήσεις που έχω ακούσει, ο Μίμης Δομάζος αυτά τα λόγια, τα έκανε τρόπο ζωής.
Παρατηρούσα πώς την κοιτούσε. Λες και δεν την είχε χορτάσει, ούτε στον δρόμο προς τα 83 του, ούτε μετά από μία καριέρα που οι περισσότεροι, δεν τολμούν να φανταστούν.
Ήταν και ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος εκεί, ήταν και η περίσταση ευχάριστη. «Θα βγάλουμε μία φωτογραφία;».
«Είναι μαθητής μου Μίμη. Μέτριος ακόμη, αλλά έχει μέλλον».
Σαν να σε «σκεπάζει» γίγαντας. Αν και από την προηγούμενη φορά, ήταν όλα πιο απλά.
Είχαμε μιλήσει περίπου 1,5 χρόνο πριν. Αφορμή ήταν ο θάνατος του Μίμη Παπαϊωάννου και να πω την αλήθεια, ένιωσα ενοχή. Γιατί όταν σήκωσε το τηλέφωνο και συμφώνησε να μου πει δύο λόγια, έστω και για αυτήν τη δυσάρεστη αφορμή, ένιωσα δέος και περηφάνια.
«Θυμάμαι, όταν πήγα στη σπουδαία ΑΕΚ της εποχής, που εκτός από εμάς τους δύο, είχε Μπάγεβιτς, Μαύρο, Αρδίζογλου, Χρηστίδη, ο Μίμης μου έδωσε τη φανέλα με το ’10’ και μου είπε: ‘τη φανέλα που φοράω, θα την φοράς εσύ τώρα!’»
Θυμάμαι τα πάντα. Πού ήμουν, από ποιο δωμάτιο τον κάλεσα, σε ποιο δωμάτιο πήγα μόλις ξεκίνησε να μιλάει, πώς έκανα βόλτες μέσα στο σπίτι. Τα πάντα.
Το πρωί της επόμενης, τον είδα και στην κηδεία του Μίμη Παπαϊωάννου. Όπως και τον Νεστορίδη, τον Αντωνιάδη, τον Σαργκάνη. Προφανώς και δεν τόλμησα να πλησιάσω.
Ο Μίμης Δομάζος, στα 5-10 λεπτά που μιλήσαμε το προηγούμενο βράδυ, μου είχε πει: «Όταν φεύγουν τέτοιες προσωπικότητες από τη ζωή, το ελληνικό ποδόσφαιρο μικραίνει». Και εκείνο το πρωί στη Νέα Φιλαδέλφεια, μπροστά σε όλους αυτούς τους θρύλους, που πολλοί εξ αυτών, δεν είναι πια στη ζωή, γυρνούσε συνεχώς στο μυαλό μου πως πράγματι:
Είναι το «αντίο» σε ένα άλλο ποδόσφαιρο. Δεν το γνωρίσαμε ποτέ, αλλά μεγάλωσαμε με τον μύθο του, κι αυτό αρκεί. Μία τέτοια ημέρα, δυστυχώς, ξημέρωσε και σήμερα.