«Μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λέμε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σα να είναι βάρος. Και μας είναι βάρος. Γιατί δε ζούμε κατάλαβες; Μόνο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει αυτή η ώρα, να φύγει αυτή η μέρα και πάλι φτου κι από την αρχή…»

Ούτε που πρόλαβαν να φωνάξουν, να συνειδητοποιήσουν. Κλωστές 57 κόπηκαν εκείνη την αποφράδα νύχτα που έλαβαν χώρα φρικαλεότητες στα Τέμπη. Φωνές, κραυγές, όνειρα, σχέδια, χνώτα μπαζώθηκαν τάχα μου και ερήμην. Βιαστικά. Η αποσιώπηση όμως και η αποδοχή, η κατανόηση – όσο κι αν κάποιοι ήλπιζαν σε αυτήν – δεν αποτελεί επιλογή.

Όποιος είπε πως «ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός» και πως όλες τις πληγές τις θεραπεύει στο πέρασμά του, μάλλον δεν είχε χάσει δικούς του ανθρώπους, τέκνα του. Όπως συνέβη με τη δύσμοιρη Ελλάδα δυο χρόνια πίσω.

Οι παθογένειες του συστήματος ξεπρόβαλαν με τον πιο βάναυσο και σκληρό τρόπο. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν, η χώρα ισοπεδόθηκε. Καμία απόφαση στα (ανεξάρτητα) έδρανα του δικαστηρίου δεν (θα) είναι αρκετή να φέρει αγαλίαση, δικαίωση. Η ουλή θα είναι πάντα ανοιχτή. Να θυμάται και να θυμίζει.

Παγωμάρα, μούδιασμα. Εν έτει 2023 σε μια χώρα που θέλει να λέγεται ανεπτυγμένη, να καμαρώνει και να περιλαμβάνεται σε σχετικές λίστες, δύο τρένα έτρεχαν αρειμανίως το ένα προς το άλλο επί 12 λεπτά. Μπορείτε να το διανοηθείτε; 57 ψυχές όδευαν προς άλλες γειτονιές κι όμως αγνοούσαν αυτό που ερχόταν. Συνέχιζαν απρόσκοπτα να στέλνουν μηνύματα, να ακούν μουσική, να συνομιλούν, να σκέφτονται, να ονειρεύονται… Τόσα νιάτα.

Το κατά τα άλλα πλούσιο ελληνικό λεξιλόγιο, στερεύει σε στιγμές σαν αυτές. Οι λέξεις δεν αρθρώνονται εύκολα, τα πλήκτρα δεν πατιούνται με την ίδια ευκολία. Τουναντίον. Εθνική τραγωδία, ατύχημα, δυστύχημα. Ανεξαρτήτως προθέματος, καμία «κακιά στιγμή» δεν έφερε το τραγικό γεγονός. Καμία τύχη.

Διότι όλα τα παραπάνω, συνηγορούν σε ένα σύστημα που λειτουργούσε… ρολόι και προς στιγμήν εκτροχιάστηκε. ΟΧΙ.

«Όταν βλέπεις το τέρας και δεν τρομάζεις, να ανησυχείς γιατί έχεις αρχίσει να του μοιάζεις…»

Πόσα μηνύματα έμειναν στο «διαβάστηκε», λόγια ανείπωτα, σκέψεις που έτρεχαν κι άλλα τόσα «πάρε με όταν φτάσεις» που δεν απαντήθηκαν ποτέ.

Ποια κατάσταση όμως και ποια συνθήκη έρχεται σε πλήρη συνάφεια με τα τεκταινόμενα του τόπου; Η αποδοχή. Η αποδοχή σε συνδυασμό με την εθελοτυφλία. Η πλήρης αποδοχή, η συγκατάθεση της διαφθοράς. Μία γνώση οικουμενική που κατά τα άλλα, εξελίσσεται σε «εν οίδα ότι ουδέν είδα». Και μάλιστα αγόγγυστα, ήσυχα.

Σιωπηλά. Κανένα νοιάξιμο για το διπλανό. Συνηθίσαμε στη φρίκη και μας ξενίζει η ομορφιά, η καλοσύνη. Μας παραξενεύει. Αυθόρμητα γινόμαστε επιφυλακτικοί. Θαρρείς πως κρύβει κάτι από πίσω.

Μες στην σπαρακτική Κοιλάδα των Τεμπών
κρατιούνται έρμαιες οι τύχες δεκάδων ψυχών.
Σ’ ένα ρημάδι τρένο
το αύριο και το χθες καλά κλεισμένα
και μια αναθεματισμένη διαδρομή
γεμάτη ανυποψίαστα χαμόγελα, ένα προς ένα
Λόγια που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν
και δυο ερωτήσεις ‘Έφτασες; Είσαι καλά;’
που ακόμα να απαντηθούν.
Ένα κομμάτι γης με αίμα ποτισμένο
κι ένα δέντρο οικογενειακό, εσαεί ρημαγμένο.
Δυο φιλιά και μια αγκαλιά πέταξαν το βράδυ αυτό
κι εγώ ο αφελής που πίστεψα πως Ελλάδα μου,
πως έβαλες μυαλό.
Τα όνειρα μου σε δυο ράγες ακουμπισμένα
ψάχνουνε δικαίωση, να λυτρωθούν
σαν έμειναν κουτσουρεμένα.
Μα πίσω δεν γυρνώ σ’ αυτόν εδώ τον οχετό,
χώρα μου με ισοπέδωσες
πριν μάθω καν να αγαπώ!