Αρχική > BLOGS > Αυτή η Παρί είναι το… κάτι άλλο και θυμίζει τη Ζαλγκίρις του 1999

Αυτή η Παρί είναι το… κάτι άλλο και θυμίζει τη Ζαλγκίρις του 1999

Ωδή στην υπέροχη Παρί και το my way της που ανέσυρε μνήμες… Ζαλγκίρις 1999.

Οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να συγκρίνουν πρόσωπα και καταστάσεις. Ίσως γιατί έτσι απλοποιούν κάτι πρωτοεμφανιζόμενο, με ένα φαινόμενο/εικόνα γνώριμη και στο μυαλό εμπεδομένη. Ίσως έτσι να το εξηγούν. Το θέμα μας φυσικά – και πώς θα μπορούσε να ήταν άλλωστε αλλιώτικα με τα όσα κάνει – είναι η πρωτοπόρος της κατάταξης Παρί (11-3). Σε αντιστοιχία με ένα γνώρισμα του (μακρινού) παρελθόντος.

Μία ομάδα που έβλεπε πολύ μπροστά από την εποχή της. Η απάντηση στο «θάνατο του μπάσκετ» για τον οποίο ήταν υπεύθυνο ένα κράμμα «ξυλοκόπων», ο «σιωπηλός δολοφόνος» Μάικλ Γιαννγκ και ο… δικός μας, Γιούρι Ζντοβς. Ο λόγος φυσικά για την Λιμόζ του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς το 1993 που… κακοποίησε το άθλημα και έκοψε μαχαίρι την ευωδία της «πορτοκαλί θεάς».

Το μπάσκετ της σκοπιμότητας, του «ξύλου», της σκληράδας. Οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ περίμεναν από το φαβορί που είχε πετάξει εκτός τελικού Κυπέλλου Πρωταθλητριών τον ΠΑΟΚ, να κάνει το θέλημα του συνόλου. Μάταια.

Οι «Λιμουζό» έφτασαν μέχρι το τέλος αφού επέβαλαν το παιχνίδι τους – που δεν έλαχε και ιδιαίτερης αναγνώρισης – και στην παρέα του Κούκοτς. Ο φωτεινός πίνακας έδειξε 59-55 στα 40′. Το «κακό» είχε κερδίσει το «καλό», βυθίζοντας τη «γηραιά ήπειρο» στο σκότος.

«Απόψε πέθανε το μπάσκετ. Αν αυτό είναι το μπάσκετ του μέλλοντος, τότε καλύτερα θα είναι να πάω μία και καλή να ασχοληθώ με την πιτσαρία μου!», είχε πει τότε ο οραματιστής της σπουδαίοτερης ομάδας που αγωνίστηκε ποτέ στα παρκέ της Ευρώπης, Πέταρ Σκάνσι. Τα «μωρά» της Γιουγκποπλάστικά.

Κανονική και ευθεία κατηγορία δηλαδή του αείμνηστου Κροάτη κόουτς που πέρασε και από τα μέρη μας για λογαριασμό του ΠΑΟΚ, περί… δολοφονίας.

Τα επόμενα χρόνια πέρασαν άκαρπα αναζητώντας τη λύτρωση. Το διακύβευμα ή επιδημία που είχε ρίξει ο «Μπόζα» και η Λιμόζ του στους επόμενους διεκδικητές του θρόνου, βάραιναν χέρια και πόδια. Το ταλέντο πήγαινε… περίπατο την ύστατη στιγμή, εκεί που τα περιθώρια στένευαν.

1994 (Τελ Αβίβ) Μπανταλόνα – Ολυμπιακός 59-57
1995 (Σαραγόσα) Ρεαλ – Ολυμπιακός 73-61
1996 (Παρίσι) Παναθηναϊκός – Μπαρτσελόνα 67-66
1997 (Ρώμη) Ολυμπιακός – Μπαρτσελόνα 73-58
1998 (Βαρκελώνη) Κίντερ Μπολόνια – ΑΕΚ 58-54

Που εποχή για το γεμάτο 90-84 της… Γιουβέντους του μπάσκετ (Τρέισερ Μιλάνο) επί της Μακάμπι στον τελικό του εκθεσιακού κέντρου Flanders Expo στη Γάνδη; Το πρώτο «αίμα» του Άρη.

Ή ο τελικός-blockbuster του 1986 ανάμεσα στην Τσιμπόνα του Ντράζεν Πέτροβιτς και του back2 back με τη Ζαλκγίρις του Άρβιντας Σαμπόνις (94-82) στη Βουδαπέστη;

Η απαλλαγή από τα δεινά του «φόνου»

Λίγο πριν την έλευση του νέου αιώνα, στην Ολύμπια Χάλε του Μονάχου, είχε έρθει η στιγμή για τη «σωτηρία της ψυχής». Την αποκατάσταση αυτών που στερήθηκαν από το άθλημα.

Υπέυθυνη για αυτό ήταν η διαστημική Ζαλγκίρις του Γιόνας Καζλάουσκας, μετέπειτα προπονητή του Ολυμπιακού και της Εθνικής Ελλάδος.

Μία ομάδα που πήγε στη Βαυαρία ως κάτοχος του Κυπέλλου Σαπόρτα (82-67 τη Στεφανέλ) και το απόλυτο αουτσάιντερ ανάμεσα σε Κίντερ, Ολυμπιακό και την έτερη ομάδα της Basket City. Τιμσίστερ τότε, άλλοτε Φορτιτούντο, Σκέπερ ή Παφ.

Ε και; Με το ολοκληρωτικό της, ξέφρενο μπάσκετ έκανε φύλλο και φτερό όποιο εμπόδιο επιχείρησε να μπει στο δρόμο της σε ημιτελικό (Ολυμπιακός) και τελικό (Κίντερ).

Οι αντίπαλοι δεν μπορούσαν να βρουν αντίδοτο στον ιδιότυπο τρόπο παιχνιδιού των Λιθουανών με τον… μαέστρο του run and gun (ειδικά στα νιάτα του) στον πάγκο.

Επιδίωξη τρανζίσιον, εκτελέσεις «τραβηγμένες» ακόμα και στα πρώτα δευτερόλεπτα της επίθεσης, το πόδι διαρκώς πατημένο στο γκάζι, τρέξιμο και πάλι τρέξιμο. Απέχθεια στο set παιχνίδι, ταχύτητα σκέψης και εκτέλεσης. Σας θυμίζει κάτι;

Αυτή ήταν η Ζαλγκίρις των 7 Λιθουανών, ενός Τσέχου (Γίρι Ζίντεκ) και 2 Αμερικανών που έκαναν τη διαφορά. Η παικτάρα Τάιους Έντνι aka Τι Τζέι Σορτς, κοντορεφυθούλης και εκείνος, εκρηκτικός, με ελατήρια στο πάδια, να θέτει το τέμπο. Και ο Άντονι Μπούι aka Ναντίρ Χίφι και Τάισον Γουόρντ μαζί λόγω της εκτελεστικής του δυνότητας.

Ένας παίκτης που μετέπειτα πέρασε και από το μέρη μας (Άρης και ΑΕΚ) για να κατακτήσει το Κύπελλο Σαπόρτα με την «Ένωση» 2000.

Ανάμεσα στους Λιθουανούς, ο σπουδαίος Σαούλιους Στομπέργκας που έβαλε αργότερα 39 στην ΑΕΚ και οι δύο Ζουκάουσκας. Ο ένας, Αουρέλιους, ήρθε μαζί με τον Καζλάουσκας (είχε αναλάβει μια χρονιά νωρίτερα) το 2005 στον Ολυμπιακό όμως ένας τραυματισμός στην μέση τον έθεσε από νωρίς νοκ άουτ.

Αυτή ήταν η «διαστημική» Ζαλκγκίρις της εποχής. Δύο ταχύτητες πάνω από κάθε άλλη ομάδα. Απολαυστική στο μάτι, κυριαρχική με το «my way» της. Ήταν στιγμές που έμοιαζε με ξεκούρδιστη μπάντα/ Αλλοπρόσαλη όπως πιστεύεται για την Παρί στις μέρες μας οσο κι αν προσπάθησε ο Γιώργος Μπαρτζώκας να το δώσει τους παίκτες του να καταλάβουν πως δεν ισχύει.

Aggresive, αποφασιστική, ταχύτατη, επικίνδυνη από παντού και με όλους τους τρόπους. Ούτε εκείνη η ομάδα είχε Τάρλατς (Μιλουτίνοφ του σήμερα). Ήταν πιο ευέλικτη, είχε θράσος και εικόνα που κέρδιζε την καθολική αναγνώριση. Σας θυμίζει κάτι;

Με καθηλωτικό μπάσκετ, οι Λιθουανοί έκαναν μία… χαψιά τον Ολυμπιακό του Τόμιτς, του Γκολντγουάιρ, του Φασούλα, του Ρότζερς και του Κόμαζετς που βρέθηκε να κυνηγά πριν το καταλάβει. Παράσταση για ένα ρόλο (87-71).

Η σαφώς πιο υποψιασμένη Κίντερ Μπολόνια του Ντανίλοβιτς και του Σκονοκίνι, άντεξε 13-14΄ μέχρι να παραδοθεί στις ορέξεις της Ζαλκγκίρις (96-81) που έφτασε δικαιότατα μέχρι την κατάκτηση του πρώτου και τελευταίου βαρύτιμου τροπαίου της ιστορίας της.

Οι «σειρήνες» της Παρί

Το στοιχείο του αιφινιασμού δικαιολογείται την πρώτη, δεύτερη, άντε τρίτη φορά. Την 14η, η νίκη της (πρωτοπόρου) Παρί επί του Ολυμπιακού στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε έκπληξη ούτε γκέλα.

«Η Παρί παίζει το καλύτερο μπάσκετ στη Euroleague και δεν αξίζαμε να κερδίσουμε», είπε ο καταπονημένος αλλά πάντα ειλικρινής Σάσα Βεζένκοφ μετά το τέλος της συνάντησης κορυφής. Και έτσι έχουν τα πράγματα.

Περασμένες δώδεκα και τα μάγια ακόμα να λυθούν. Η Παρί του υπέροχου Τι Τζέι Σορτς που ήταν υπεύθυνος ούτε λίγο ούτε πολύ για τους 40 από τους 96 πόντους της ομάδας του στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, εξακολουθεί να γοητεύει την Euroleague.

Έγινε εξώφυλλο στην Equipe – και πως να μη γίνει – την ίδια ώρα που χαίρει της εκτίμησης όλων. Παίζει σε κατάσταση fast and Furius αλλά με κουτάκια. Έχει αρχές και συγκεκριμένους χρόνους στις αλλαγές. Ένα υπέροχο κοουτσάρισμα, μία άγνοια κινδύνου που μπορεί να… σκοτώσει τον οποιονδήποτε.

Αν ήταν κάποιο πλάσμα της μυθολογίας, τότε θα ήταν οι Σειρήνες. Γυναικείες θεότητες που μάγευαν με το τραγούδι τους (ανυποψίαστους) περαστικούς. Σε τέτοιο βαθμό που παρότι πρωτοεμφανιζόμενη, φιγουράρει στην κορυφή της κατάταξης και βλέπει τη θέα μοναχή της από ψηλά.

Μία ομάδα με διακριτούς ρόλους και υπερπολίτιμους κρίκους. Μπορεί ο Τι Τζέι Σορτς να παίρνει τα credits και δικαίως το όνομά του να παίζει δυνατά για τον επόμενο MVP αφού ο Μάικ Τζέιμς έχει μείνει αρκετά πίσω, παρόλα αυτά δίχως τους άξιους συμπαραστάτες του δεν θα είχε καταφέρει να μιλάει όλη η Ευρώπη για εκείνον και την παρέα του.

Είναι πασιφανές πως η Euroleague βρίσκεται μπροστά στο φάσμα ενός νέου-παλιού φαινομένου. Έξω από ήρεμα νερά και τετριμμένα. Ενός χαμαιλέοντα που φορά τη δική του μπέρτα και στο τέλος χαμογελά είτε σε παιχνίδια 196 πόντων όπως στο Φάλητο είτε σε αυτά των 132 (με την Μπασκόνια στο Παρίσι).

Αν μείνει υγιής και σταθερή στις αξίες και τα ιδανικά, τον τρόπο παιχνιδιού της, τότε οι άπειροι παίκτες της Παρί δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν. Κι όποια και αν είναι τελικά η πορεία αυτού του λαμπερού «αστεριού» στον γαλαξία της διοργάνωσης, θα έχει την αναγνώριση και το θαυμασμό των ουδέτερων. Όσα της αρμόζουν.

Σχετικά άρθρα